κατευθύ: Difference between revisions
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />droit, directement, en droite ligne.<br />'''Étymologie:''' = κατ’ [[εὐθύ]]. | |btext=<i>adv.</i><br />droit, directement, en droite ligne.<br />'''Étymologie:''' = κατ’ [[εὐθύ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατευθύ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[κατευθείαν]] [[εμπρός]], [[ίσια]], ολόισια («τὸ κατευθὺ μόνον ὁρῶσιν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (με [[άρθρο]]) ὁ [[κατευθύ]]<br />αυτός που βρίσκεται στην [[ίδια]] [[πλευρά]], στο ίδιο [[μέρος]] («ὁ κατευθὺ [[δίδυμος]]», Παύλ. Αιγιν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> φρ. <i>κατ’ [[ευθύ]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv.
A straight forward, τὸ κ. ὁρᾶν X.Smp.5.5, cf. Luc. Jud.Voc.11; τὴν κ. ἔρχεσθαι Paus.2.11.3: c. gen., κ.τινός Plu.2.3b; on the same side (cf. ἰθύς), ὁ κ. δίδυμος Ruf.(?) ap.Paul.Aeg.3.45. (Better written κατ' εὐθύ.)
German (Pape)
[Seite 1398] geradezu, geradeaus; τὸ κατευθὺ μόνον ὁρᾶν Xen. Conv. 5, 5; ἡ κατ. sc. ὁδός, der gerade Weg, Paus. 2, 11, 3; Sp. auch κατευθύς; vgl. Lob. zu Phryn. 145.
Greek (Liddell-Scott)
κατευθύ: Ἐπίρρ., κατ’ εὐθεῖαν ἐμπρός, τὸ κατ. ὁρᾶν Ξεν. Συμπ. 5. 5, πρβλ. Λουκ. Δίκην Φων. 11· τὴν κ. ἔρχεσθαι Παυσ. 2. 11, 3· μεταὰ γεν., κ. τινος Πλούτ. 2. 3Β.- Ὡσαύτως κατευθύς, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 145.
French (Bailly abrégé)
adv.
droit, directement, en droite ligne.
Étymologie: = κατ’ εὐθύ.
Greek Monolingual
κατευθύ (Α)
επίρρ.
1. κατευθείαν εμπρός, ίσια, ολόισια («τὸ κατευθὺ μόνον ὁρῶσιν», Ξεν.)
2. (με άρθρο) ὁ κατευθύ
αυτός που βρίσκεται στην ίδια πλευρά, στο ίδιο μέρος («ὁ κατευθὺ δίδυμος», Παύλ. Αιγιν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατ’ ευθύ].