ἁρπεδόνη: Difference between revisions

From LSJ

Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück

Menander, Monostichoi, 247
(big3_6)
(6)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[cuerda]] o [[lazo]] de caza, X.<i>Cyr</i>.1.6.28, <i>AP</i> 9.244 (Apollonid.), de un arco <i>AP</i> 5.194 (Posidipp.).<br /><b class="num">2</b> [[hilo]] Hdt.3.47, Aristias 2, Arist.<i>HA</i> 527<sup>a</sup>29, <i>PTeb</i>.703.98 (III a.C.), <i>AP</i> 6.160 (Antip.Sid.)<br /><b class="num">•</b>[[seda]] Paus.6.26.8.<br /><b class="num">3</b> [[caza con lazo]] Sud.s.u. ἁρπεδόνες.<br /><b class="num">4</b> astr. el [[cordel]] n. dado al conjunto de nebulosas y estrellas que unen a los dos peces de la constelación Piscis, Vitr.9.5.3, Hsch.
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[cuerda]] o [[lazo]] de caza, X.<i>Cyr</i>.1.6.28, <i>AP</i> 9.244 (Apollonid.), de un arco <i>AP</i> 5.194 (Posidipp.).<br /><b class="num">2</b> [[hilo]] Hdt.3.47, Aristias 2, Arist.<i>HA</i> 527<sup>a</sup>29, <i>PTeb</i>.703.98 (III a.C.), <i>AP</i> 6.160 (Antip.Sid.)<br /><b class="num">•</b>[[seda]] Paus.6.26.8.<br /><b class="num">3</b> [[caza con lazo]] Sud.s.u. ἁρπεδόνες.<br /><b class="num">4</b> astr. el [[cordel]] n. dado al conjunto de nebulosas y estrellas que unen a los dos peces de la constelación Piscis, Vitr.9.5.3, Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=και -να, η (Α [[ἁρπεδών]], -όνος και -δόνη)<br />[[νήμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σχοινί]] για [[παγίδευση]] ζώων<br /><b>2.</b> η [[χορδή]] του τόξου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνθεση]] του τ. [[αρπεδόνη]] με το αρχ. ινδ. <i>αrpάyαti</i> «[[τοποθετώ]], [[στερεώνω]]» δεν [[είναι]] ικανοποιητική από σημασιολογικής απόψεως, ο δε τ. <i>αrpάyαti</i> αποτελεί [[ινδικό]] νεώτερο σχηματισμό. Επίσης ο [[συσχετισμός]] του με τα [[άρπη]], [[αρπάζω]] δεν δικαιολογείται από τις σημασίες του τ. [[αρπεδόνη]] «[[χορδή]]», «[[σχοινί]]». Ο [[παράλληλος]] τ. <i>αρπεδών</i> σχηματίζεται με το [[επίθημα]] -<i>δων</i>, το οποίο [[συχνά]] χρησιμοποιείται [[προς]] [[δήλωση]] οργάνου].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρπεδόνη Medium diacritics: ἁρπεδόνη Low diacritics: αρπεδόνη Capitals: ΑΡΠΕΔΟΝΗ
Transliteration A: harpedónē Transliteration B: harpedonē Transliteration C: arpedoni Beta Code: a(rpedo/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A cord, for binding or snaring game, X.Cyr.1.6.28, AP9.244 (Apollonid.).    2 yarn of which cloth is made, Hdt.3.47, Aristias 2 (ap.Poll.7.31), AP6.160 (Antip. Sid.); silk-worm's thread, Paus.6.26.8; bow-string, AP5.193 (Posidipp. or Asclep.).    II ἁρπεδόναι· τῶν ἀμαυρῶν ἄστρων σύγχυσις (i.e. band of stars connecting Pisces), Hsch., cf. Vitr.9.5.3.

German (Pape)

[Seite 359] ἡ, Seil, Strick, um etwas zu fangen, Xen. Cyr. 1, 6, 28; vgl. Poll. 5, 33; τοῦ θώρηκος Her. 3, 47, mit dem der Harnisch über der Schulter befestigt ist; vgl. Poll. 7, 31; στρεπτή, Bogensehne, Ant. Sid. 26 (VI, 160); vgl. Apolld. 15 (IX, 244).

Greek (Liddell-Scott)

ἁρπεδόνη: ἡ, σχοινίον θηρευτικὸν πρὸς παγίδευσιν ἀγρίων ζῴων, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 1, 28, Ἀνθ. Π. 9. 244, Πολυδ. Ε΄, 33, πρβλ. λέξιν σειράς. 2) νῆμα, κλωστὴ πρὸς ὕφανσιν, Ἡρόδ. 3. 47, Κριτίας 18, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 160, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 31: ὁ μίτος τῶν μεταξοσκωλήκων ἀφ’ οὗ τὰς αἰσθῆτας ἐποίουν οἱ Σῆρες, Παυσ. 6. 26, 8· νευρὰ τόξου, Ἀνθ. Π. 5. 194. (Πρβλ. τὸ Σανσκρ. ῥῆμα arpayâmi (προσαρμόζω), ἴδε ἐν λ.*άρω).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 corde tendue pour un piège;
2 cordon ou lacet de cuirasse.
Étymologie: DELG ?

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
1 cuerda o lazo de caza, X.Cyr.1.6.28, AP 9.244 (Apollonid.), de un arco AP 5.194 (Posidipp.).
2 hilo Hdt.3.47, Aristias 2, Arist.HA 527a29, PTeb.703.98 (III a.C.), AP 6.160 (Antip.Sid.)
seda Paus.6.26.8.
3 caza con lazo Sud.s.u. ἁρπεδόνες.
4 astr. el cordel n. dado al conjunto de nebulosas y estrellas que unen a los dos peces de la constelación Piscis, Vitr.9.5.3, Hsch.

Greek Monolingual

και -να, η (Α ἁρπεδών, -όνος και -δόνη)
νήμα
αρχ.
1. σχοινί για παγίδευση ζώων
2. η χορδή του τόξου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνθεση του τ. αρπεδόνη με το αρχ. ινδ. αrpάyαti «τοποθετώ, στερεώνω» δεν είναι ικανοποιητική από σημασιολογικής απόψεως, ο δε τ. αrpάyαti αποτελεί ινδικό νεώτερο σχηματισμό. Επίσης ο συσχετισμός του με τα άρπη, αρπάζω δεν δικαιολογείται από τις σημασίες του τ. αρπεδόνη «χορδή», «σχοινί». Ο παράλληλος τ. αρπεδών σχηματίζεται με το επίθημα -δων, το οποίο συχνά χρησιμοποιείται προς δήλωση οργάνου].