κύβδα: Difference between revisions

From LSJ

παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτοspare me this | let this cup pass from me

Source
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en courbant la croupe <i>sens obscène</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κύπτω]].
|btext=<i>adv.</i><br />en courbant la croupe <i>sens obscène</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κύπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κύβδα]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> (με άσεμνη [[σημασία]], για όρθια [[στάση]] πρωκτικής συνουσίας)<br />σκυφτά, με το [[σώμα]] λυγισμένο από τη [[μέση]] [[προς]] τα [[εμπρός]] και το [[κεφάλι]] [[προς]] τα [[κάτω]] («ἐξελῶ σε τῆς πυγῆς [[θύραζε]] [[κύβδα]]», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κυβ</i>- (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>κυπτ</i>- του [[κύπτω]], που εμφανίζει ηχηρό χειλικό -<i>β</i>- [[αντί]] τών -<i>πτ</i>-, αφομοιωτικά [[προς]] το ηχηρό οδοντικό -<i>δ</i>- που ακολουθεί) <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>δα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κρύβ</i>-<i>δα</i>, <i>μίγ</i>-<i>δα</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύβδᾰ Medium diacritics: κύβδα Low diacritics: κύβδα Capitals: ΚΥΒΔΑ
Transliteration A: kýbda Transliteration B: kybda Transliteration C: kyvda Beta Code: ku/bda

English (LSJ)

Adv., (κύπτω)

   A with the head forwards, stooping forwards, sens. obsc., κ. ἦν πονευμένη Archil.32, cf. Ar.Eq.365, Th.489, S.Ichn. 122.

German (Pape)

[Seite 1522] mit vorwärts geneigtem, überhangendem Kopfe; Ar. Equ. 365 Th. 489, wie Archil. frg. 5; Macho bei Ath. XIII, 580 d, im obscönen Sinne; vgl. Ar. Th. 489.

Greek (Liddell-Scott)

κύβδᾰ: Ἐπίρρ. (κύπτω) μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ ἐμπρός, κύπτων πρὸς τὰ ἐμπρός, κεκυφότως, μετ’ αἰσχρᾶς σημασ. ἐπὶ ἀνδρός, Ἀρχίλ. 28, Ἀριστοφ. Ἱππ. 365, πρβλ. Θεσμ. 489.

French (Bailly abrégé)

adv.
en courbant la croupe sens obscène.
Étymologie: κύπτω.

Greek Monolingual

κύβδα (Α)
επίρρ. (με άσεμνη σημασία, για όρθια στάση πρωκτικής συνουσίας)
σκυφτά, με το σώμα λυγισμένο από τη μέση προς τα εμπρός και το κεφάλι προς τα κάτω («ἐξελῶ σε τῆς πυγῆς θύραζε κύβδα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κυβ- (< θ. κυπτ- του κύπτω, που εμφανίζει ηχηρό χειλικό -β- αντί τών -πτ-, αφομοιωτικά προς το ηχηρό οδοντικό -δ- που ακολουθεί) + επιρρμ. κατάλ. -δα (πρβλ. κρύβ-δα, μίγ-δα)].