Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λεπτεπίλεπτος: Difference between revisions

From LSJ

Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf

Menander, Monostichoi, 536
(Bailly1_3)
(23)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />très mince, très délicat.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[ἐπί]], [[λεπτός]].
|btext=ος, ον :<br />très mince, très délicat.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[ἐπί]], [[λεπτός]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[λεπτεπίλεπτος]], -ον)<br />υπερβολικά [[λεπτός]], [[ισχνός]], λεπτότατος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> πολύ [[ευαίσθητος]], ασκληραγώγητος, [[λεπτοφυής]], [[ευπρόσβλητος]] σε ασθένειες<br /><b>2.</b> [[εξεζητημένος]] στους τρόπους, στην [[περιβολή]] και στην [[εμφάνιση]] ή [[σχολαστικός]] [[τηρητής]] της εθιμοτυπίας<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λεπτεπίλεπτον</i><br />ως [[αστρολογικός]] όρος για τις υποδιαιρέσεις της σφαίρας και τών απλανών αστέρων) η ελάχιστη [[υποδιαίρεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεπτός]] <span style="color: red;">+</span> <i>ἐπί</i> <span style="color: red;">+</span> [[λεπτός]], επαναληπτικό σύνθετο (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κυβ</i>-<i>επί</i>-<i>κυβος</i>, <i>φαυλ</i>-<i>επί</i>-<i>φαυλος</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:43, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτεπίλεπτος Medium diacritics: λεπτεπίλεπτος Low diacritics: λεπτεπίλεπτος Capitals: ΛΕΠΤΕΠΙΛΕΠΤΟΣ
Transliteration A: leptepíleptos Transliteration B: leptepileptos Transliteration C: leptepileptos Beta Code: leptepi/leptos

English (LSJ)

ον,

   A thin-upon-thin, i.e. as thin as thin can be, in Comp., AP11.110 (Nicarch.); cf. παππεπίπαππος, φαυλεπίφαυλος.

German (Pape)

[Seite 30] dünn über dünn, übermäßig dünn, im compar., Nicarch. 16 (XI, 110). Vgl. φαυλεπίφαυλος, Auch a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτεπίλεπτος: -ον, λίαν λεπτός, ὅσον εἶναι δυνατὸν νὰ γίνῃ λεπτός, ἐν τῷ συγκρ., Ἀνθ. Π. 11. 110· πρβλ. κυβεπίκυβοι, παππεπίπαππος, φαυλεπίφαυλος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très mince, très délicat.
Étymologie: λεπτός, ἐπί, λεπτός.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM λεπτεπίλεπτος, -ον)
υπερβολικά λεπτός, ισχνός, λεπτότατος
νεοελλ.
1. πολύ ευαίσθητος, ασκληραγώγητος, λεπτοφυής, ευπρόσβλητος σε ασθένειες
2. εξεζητημένος στους τρόπους, στην περιβολή και στην εμφάνιση ή σχολαστικός τηρητής της εθιμοτυπίας
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λεπτεπίλεπτον
ως αστρολογικός όρος για τις υποδιαιρέσεις της σφαίρας και τών απλανών αστέρων) η ελάχιστη υποδιαίρεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτός + ἐπί + λεπτός, επαναληπτικό σύνθετο (πρβλ. κυβ-επί-κυβος, φαυλ-επί-φαυλος)].