λυπητικός: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />affligeant.<br />'''Étymologie:''' [[λυπέω]]. | |btext=ή, όν :<br />affligeant.<br />'''Étymologie:''' [[λυπέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λυπητικός]], -ή, -όν (AM) [[λυπώ]]<br />αυτός που αισθάνεται [[λύπη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ λυπητικόν</i><br />η [[ικανότητα]] να λυπάται, να αισθάνεται [[λύπη]] [[κάποιος]] («ὁ [[ἐπικήδειος]] [[αὐλός]]... ἐξαιρεῑ και ἀναλίσκει τὸ λυπητικόν», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λυπητικά]] και <i>λυπητικῶς</i> (Μ)<br />[[λυπημένα]], με [[λύπη]], με τρόπο που προξενεί [[λύπη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:43, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A feeling pain, ἐπί τινι Arist.MM1192b22. II τὸ λ. the capacity for feeling pain, Plu.2.657a.
Greek (Liddell-Scott)
λῡπητικός: -ή, -όν, ὁ αἰσθανόμενος πόνον, λύπην, ἐπί τινι Ἀριστ. π. Μνήμ. 1. 28, 1. II. λυπηρός, θλιβερός, προξενῶν λύπην, τὸ λυπ., = λύπη, Πλούτ. 2. 657Α.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
affligeant.
Étymologie: λυπέω.
Greek Monolingual
λυπητικός, -ή, -όν (AM) λυπώ
αυτός που αισθάνεται λύπη
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ λυπητικόν
η ικανότητα να λυπάται, να αισθάνεται λύπη κάποιος («ὁ ἐπικήδειος αὐλός... ἐξαιρεῑ και ἀναλίσκει τὸ λυπητικόν», Πλούτ.).
επίρρ...
λυπητικά και λυπητικῶς (Μ)
λυπημένα, με λύπη, με τρόπο που προξενεί λύπη.