ἁλιεία: Difference between revisions
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
(big3_3) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tard. [[ἁλεία]] <i>Peripl.M.Rubri</i> 15, Hdn.3.1.5, Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.167.2, Gr.Naz.M.37.720; [[ἁλία]] Thdr.Heracl.<i>Io</i>.422.5; ἁλίη Gr.Naz.M.38.11<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[pesca]] Arist.<i>Pol</i>.1256<sup>a</sup>36, <i>Oec</i>.1346<sup>b</sup>20, <i>Peripl.M.Rubri</i> 15, Artem.1.10, 2.14, Hdn.l.c., Plu.<i>Tim</i>.20, Ael.<i>NA</i> 14.20, Thdr.Heracl.l.c.<br /><b class="num">•</b>fig. de la [[pesca de hombres]] πῶς ἁλιῆα εἴρυσεν ἀνθ' ἁλίης [[δίκτυον]] Gr.Naz.M.38.11, Gr.Nyss.l.c.<br /><b class="num">2</b> plu. [[banco de pesca]] Str.11.2.4. | |dgtxt=-ας, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tard. [[ἁλεία]] <i>Peripl.M.Rubri</i> 15, Hdn.3.1.5, Gr.Nyss.<i>Hom.in Cant</i>.167.2, Gr.Naz.M.37.720; [[ἁλία]] Thdr.Heracl.<i>Io</i>.422.5; ἁλίη Gr.Naz.M.38.11<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[pesca]] Arist.<i>Pol</i>.1256<sup>a</sup>36, <i>Oec</i>.1346<sup>b</sup>20, <i>Peripl.M.Rubri</i> 15, Artem.1.10, 2.14, Hdn.l.c., Plu.<i>Tim</i>.20, Ael.<i>NA</i> 14.20, Thdr.Heracl.l.c.<br /><b class="num">•</b>fig. de la [[pesca de hombres]] πῶς ἁλιῆα εἴρυσεν ἀνθ' ἁλίης [[δίκτυον]] Gr.Naz.M.38.11, Gr.Nyss.l.c.<br /><b class="num">2</b> plu. [[banco de pesca]] Str.11.2.4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[ἁλιεία]])<br /><b>1.</b> η [[άγρα]] ιχθύων, το [[ψάρεμα]]<br /><b>2.</b> η αλιευτική [[τέχνη]], ψαρική<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αναζήτηση]], [[άγρα]], [[περισυλλογή]] θαλασσινών ειδών<br /><b>2.</b> <b>(Νομ.)</b> α) το απεριόριστο και ελεύθερο [[ψάρεμα]] σε ανοιχτές θάλασσες, ακτές, [[καθώς]] και σε [[γλυκά]] και υφάλμυρα νερά<br />β) το αποκλειστικό [[δικαίωμα]] τών υπηκόων ενός κράτους να ψαρεύουν ελεύθερα [[μέσα]] στα χωρικά ύδατα του κράτους τους, τηρώντας τους σχετικούς νόμους και διατάξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουσ. [[ἁλιεύς]] ή ρ. [[ἁλιεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:50, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A fishing, Arist.Pol.1256a36, Oec.1346b20, Str.11.2.4 (pl.); later ἁλεία (q.v.).
German (Pape)
[Seite 96] ἡ, Fischfang, Arist. Pol. 1, 8; Plut. Timol. 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιεία: ἡ, (ἁλιεύς) τὸ ἁλιεύειν, ἡ ἁλιευτικὴ τέχνη. Ἀριστ. Πολ. 1. 8, 7, Οἰκ. 2. 4, 2, Στράβων, κτλ.· πρβλ. ἁλεία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
pêche.
Étymologie: ἁλιεύς.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): tard. ἁλεία Peripl.M.Rubri 15, Hdn.3.1.5, Gr.Nyss.Hom.in Cant.167.2, Gr.Naz.M.37.720; ἁλία Thdr.Heracl.Io.422.5; ἁλίη Gr.Naz.M.38.11
• Prosodia: [ᾰ-]
1 pesca Arist.Pol.1256a36, Oec.1346b20, Peripl.M.Rubri 15, Artem.1.10, 2.14, Hdn.l.c., Plu.Tim.20, Ael.NA 14.20, Thdr.Heracl.l.c.
•fig. de la pesca de hombres πῶς ἁλιῆα εἴρυσεν ἀνθ' ἁλίης δίκτυον Gr.Naz.M.38.11, Gr.Nyss.l.c.
2 plu. banco de pesca Str.11.2.4.
Greek Monolingual
η (Α ἁλιεία)
1. η άγρα ιχθύων, το ψάρεμα
2. η αλιευτική τέχνη, ψαρική
νεοελλ.
1. αναζήτηση, άγρα, περισυλλογή θαλασσινών ειδών
2. (Νομ.) α) το απεριόριστο και ελεύθερο ψάρεμα σε ανοιχτές θάλασσες, ακτές, καθώς και σε γλυκά και υφάλμυρα νερά
β) το αποκλειστικό δικαίωμα τών υπηκόων ενός κράτους να ψαρεύουν ελεύθερα μέσα στα χωρικά ύδατα του κράτους τους, τηρώντας τους σχετικούς νόμους και διατάξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. ἁλιεύς ή ρ. ἁλιεύω.