ἀνάλωτος: Difference between revisions
ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water
(3) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάλωτος]], -ον)<br />αυτός που δεν μπορεί ή δεν έχει καταληφθεί ή κυριευθεί, [[απόρθητος]], [[ακυρίευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ακατόρθωτος]], [[ανέφικτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν καταβάλλεται από [[κάτι]], ο [[ακατάβλητος]]<br /><b>3.</b> [[αδωροδόκητος]], [[αδέκαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλωτός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλίσκομαι</i>]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάλωτος]], -ον)<br />αυτός που δεν μπορεί ή δεν έχει καταληφθεί ή κυριευθεί, [[απόρθητος]], [[ακυρίευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ακατόρθωτος]], [[ανέφικτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν καταβάλλεται από [[κάτι]], ο [[ακατάβλητος]]<br /><b>3.</b> [[αδωροδόκητος]], [[αδέκαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλωτός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλίσκομαι</i>]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να αναλωθεί, [[καταναλώσιμος]], [[καταναλωτός]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται σε [[φθορά]], που μπορεί να καταστραφεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αναλώνω]]. Η λ. μαρτυρείται στον φιλόλογο και φιλόσοφο Φίλιππο Ιωάννου (1796-1880)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:53, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰλ], ον, (ἀ- priv., ἁλίσκομαι)
A not to be taken, impregnable, of strong places or forts, Hdt.1.84, 8.51; οὐδὲν ἀ. ἀρετῇ Chor. in Rev.Phil.1.70: not taken, holding out, Th.4.70. 2 metaph., unassailable, convincing, αἰσθήσεις Pl.Tht.179c; of persons, ἀ. ὑπὸ χρημάτων incorruptible, X.Ages.8.8: c. gen., τῶν Ἀφροδίτης παθῶν Men.Rh.p.416S. 3 of things, unattainable, [D.]61.37.
German (Pape)
[Seite 197] nicht eingenommen, unbezwinglich, Σάρδιες, τεῖχος, Her. 1, 84. 8, 51; Thuc. 4, 170; ὑπὸ χρημάτων, unbestechlich, Plut. Lyc. 30.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάλωτος: [ᾰλ], ον, (ἀν στερητ., ἁλίσκομαι) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κυριεύσῃ, ἐπὶ ἐρυμνῶν θέσεων ἢ φρουρίων, Ἡρόδ. 1. 84., 8. 51· ἀλλ’ ἐν Θουκ. 4. 70, ἁπλῶς ὁ μὴ κυριευθείς, ὁ ἔτι ἀπόρθητος. 2) ἐπὶ προσώπ., ὁ δι’ ἐπιχειρημάτων ἀκατάβλητος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀναιρέσῃ, Πλάτ. Θεαίτ. 179C· ἀν. ὑπὸ χρημάτων, ἀδωρόληπτος, ὁ μὴ δεκαζόμενος, Ξεν. Ἀγησ. 8. 8. 3) ἐπὶ πραγμάτων, ἀνέφικτος, διὰ καρτερίας καὶ φιλοπονίας οὐδὲν τῶν ὄντων ἀγαθῶν ἀνάλωτον πέφυκε Δημ. 1412. 23.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. non pris;
II. imprenable (ville) ; p. anal. qu’on ne peut séduire : ἀνάλωτος ὑπὸ χρημάτων XÉN incorruptible.
Étymologie: ἀ, ἁλίσκομαι.
Spanish (DGE)
-ον
I no tomado, no conquistadode plazas fuertes o ciu., Th.4.70, Plb.4.63.9.
II 1inexpugnable de ciu. o regiones, Hdt.1.84, 8.51, Isoc.11.13, τείχη X.Ages.8.8, de los habitantes de una ciudad, D.C.48.26.2
•fig. inasequible, inalcanzable διὰ δὲ καρτερίας ... οὐδὲν τῶν ὄντων ἀγαθῶν ἀνάλωτον πέφυκε D.61.37, οὐδὲν ἀ. ἀρετῇ Chor.Or.3.24
•incorruptible de un alma ὑπὸ χρημάτων X.Ages.8.8, c. gen. τῶν Ἀφροδίτης παθῶν Men.Rh.p.416
•abs. imperecedero del alimento, Chrys.M.58.523, cf. 63.131.
2 irrefutable αἰσθήσεις Pl.Tht.179c.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνάλωτος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί ή δεν έχει καταληφθεί ή κυριευθεί, απόρθητος, ακυρίευτος
αρχ.
1. ακατόρθωτος, ανέφικτος
2. αυτός που δεν καταβάλλεται από κάτι, ο ακατάβλητος
3. αδωροδόκητος, αδέκαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωτός < ἀλίσκομαι].
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. αυτός που μπορεί να αναλωθεί, καταναλώσιμος, καταναλωτός
2. αυτός που υπόκειται σε φθορά, που μπορεί να καταστραφεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναλώνω. Η λ. μαρτυρείται στον φιλόλογο και φιλόσοφο Φίλιππο Ιωάννου (1796-1880)].