ἀνέλεγκτος: Difference between revisions
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
(big3_4) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> de pers.<br /><b class="num">1</b> [[que no es sometido a interrogatorio judicial]] ἀ. διαφυγεῖν Th.6.53<br /><b class="num">•</b>[[sin refutación]] εἰ δέ με ἐάσεις ἀνέλεγκτον Pl.<i>Grg</i>.467a, cf. 482b, ἡ μὲν γὰρ γλῶττα [[ἀνέλεγκτος]] ἡμῖν ἔσται, ἡ δὲ φρὴν οὐκ [[ἀνέλεγκτος]] nuestra lengua quedará sin refutación, pero no nuestro pensamiento</i> Pl.<i>Tht</i>.154d, cf. Th.5.85.<br /><b class="num">2</b> [[inocente]] ἐὰν δέ τις [[ἀνέλεγκτος]] φανῆται, ἀπολύηται Iust.Phil.<i>Apol</i>.7.4, del Cordero de Dios, Origenes <i>Io</i>.6.58<br /><b class="num">•</b>de la desnudez de los gimnastas [[irreprochable]] μηδὲ τοῦτον ἀνέλεγκτον αὐτοῖς εἶναι Philostr.<i>Gym</i>.17.<br /><b class="num">II</b> de cosas [[no sometido a discusión]] [[δόγμα]] Pl.<i>Phlb</i>.41b, γνώμη D.C.52.33.4<br /><b class="num">•</b>[[irrefutable]] μαντεία Pl.<i>Ap</i>.22a, ἀνελέγκτοις ... λόγοις ... καὶ ἀνικήτοις Pl.<i>Ti</i>.29b.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[sin refutación]], [[sin investigación]] de un cargo contra alguien, Plu.<i>CG</i> 10. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> de pers.<br /><b class="num">1</b> [[que no es sometido a interrogatorio judicial]] ἀ. διαφυγεῖν Th.6.53<br /><b class="num">•</b>[[sin refutación]] εἰ δέ με ἐάσεις ἀνέλεγκτον Pl.<i>Grg</i>.467a, cf. 482b, ἡ μὲν γὰρ γλῶττα [[ἀνέλεγκτος]] ἡμῖν ἔσται, ἡ δὲ φρὴν οὐκ [[ἀνέλεγκτος]] nuestra lengua quedará sin refutación, pero no nuestro pensamiento</i> Pl.<i>Tht</i>.154d, cf. Th.5.85.<br /><b class="num">2</b> [[inocente]] ἐὰν δέ τις [[ἀνέλεγκτος]] φανῆται, ἀπολύηται Iust.Phil.<i>Apol</i>.7.4, del Cordero de Dios, Origenes <i>Io</i>.6.58<br /><b class="num">•</b>de la desnudez de los gimnastas [[irreprochable]] μηδὲ τοῦτον ἀνέλεγκτον αὐτοῖς εἶναι Philostr.<i>Gym</i>.17.<br /><b class="num">II</b> de cosas [[no sometido a discusión]] [[δόγμα]] Pl.<i>Phlb</i>.41b, γνώμη D.C.52.33.4<br /><b class="num">•</b>[[irrefutable]] μαντεία Pl.<i>Ap</i>.22a, ἀνελέγκτοις ... λόγοις ... καὶ ἀνικήτοις Pl.<i>Ti</i>.29b.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[sin refutación]], [[sin investigación]] de un cargo contra alguien, Plu.<i>CG</i> 10. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνέλεγκτος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ανεξέλεγκτος]], [[ανεξέταστος]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν αναιρέθηκε, δεν ανασκευάστηκε ή δεν μπορεί να αναιρεθεί<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα) [[εκείνος]] του οποίου η [[ενοχή]] δεν αποδείχθηκε δικαστικά. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:54, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A not cross-questioned, safe from being questioned, Th.5.85; ἡ γλῶττα ἀ. ἡμῖν ἔσται, ἡ δὲ φρὴν οὐκ ἀ. Pl.Tht.154d, cf. Phlb.41b. 2 not refuted, ἐᾶν τινὰ ἀ. Id.Grg.467a; ἵνα μοι καὶ ἀ. ἡ μαντεία γένοιτο irrefutable, Id.Ap.22a, cf. Ti.29b. Adv. -τως, λεγόμενον without refutation or reply, Plu.CG10. 3 of persons also, without trial, ἀ. διαφυγεῖν Th.6.53.
German (Pape)
[Seite 221] unwiderleglich, μαντεία, λόγοι ἀν. καὶ ἀκίνητοι, Plat. Apol. 22 a Tim. 29 b; nicht widerlegt, Theaet. 154 d u. sonst; ununtersucht, τοῦτο τὸ δόγμα ἀδύνατον ἀν. γίγνεσθαι Phil. 41 b. – Adv., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνέλεγκτος: -ον, ἀνεξέλεγκτος, ἀνεξέταστος, ἐπαγωγὰ καὶ ἀνέλεγκτα Θουκ. 5. 85· ἡ γλῶττα ἀνέλεγκτος ἡμῖν ἔσται, ἡ δὲ φρὴν οὐκ ἀνέλεγκτος Πλάτ. Θεαίτ. 154D, πρβλ. Φίλ. 41Β. 2) ὁ μὴ ἀναιρεθείς, εἰ δέ με ἐάσεις ἀνέλεγκτον ὁ αὐτ. Γοργ. 467Δ· ἵνα μοι καὶ ἀνέλεγκτος ἡ μαντεία γένοιτο, ἀνεξέλεγκτος, τὴν ὁποίαν νὰ μὴ δύνηταί τις ν’ ἀποδείξη ψευδῆ, ὁ αὐτ. Ἀπολ. 22Α, πρβλ. Τίμ. 29Β: - Ἐπίρρ. ἀνελέγκτως λεγόμενον, ἄνευ ἀναιρέσεως ἢ ἀντιρρήσεως, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 10. 3) ἐπὶ προσ. ὡσαύτως, ὁ μὴ κατακριθείς, ἀθῳωθείς, ἀν. διαφυγεῖν Θουκ. 6. 53.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non réfuté;
2 non convaincu (d’une faute);
3 irréfutable.
Étymologie: ἀ, ἐλέγχω.
Spanish (DGE)
-ον
I de pers.
1 que no es sometido a interrogatorio judicial ἀ. διαφυγεῖν Th.6.53
•sin refutación εἰ δέ με ἐάσεις ἀνέλεγκτον Pl.Grg.467a, cf. 482b, ἡ μὲν γὰρ γλῶττα ἀνέλεγκτος ἡμῖν ἔσται, ἡ δὲ φρὴν οὐκ ἀνέλεγκτος nuestra lengua quedará sin refutación, pero no nuestro pensamiento Pl.Tht.154d, cf. Th.5.85.
2 inocente ἐὰν δέ τις ἀνέλεγκτος φανῆται, ἀπολύηται Iust.Phil.Apol.7.4, del Cordero de Dios, Origenes Io.6.58
•de la desnudez de los gimnastas irreprochable μηδὲ τοῦτον ἀνέλεγκτον αὐτοῖς εἶναι Philostr.Gym.17.
II de cosas no sometido a discusión δόγμα Pl.Phlb.41b, γνώμη D.C.52.33.4
•irrefutable μαντεία Pl.Ap.22a, ἀνελέγκτοις ... λόγοις ... καὶ ἀνικήτοις Pl.Ti.29b.
III adv. -ως sin refutación, sin investigación de un cargo contra alguien, Plu.CG 10.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνέλεγκτος, -ον)
1. ανεξέλεγκτος, ανεξέταστος
2. εκείνος που δεν αναιρέθηκε, δεν ανασκευάστηκε ή δεν μπορεί να αναιρεθεί
3. (για πρόσωπα) εκείνος του οποίου η ενοχή δεν αποδείχθηκε δικαστικά.