ἀπροθέτως: Difference between revisions

From LSJ

έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.

Source
(6_6)
(6)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπροθέτως''': ἐπίρρ. ([[προτίθημι]]) [[ἄνευ]] προθέσεως, τὰ μὲν οὖν [[ἀπροθέτως]] ἐν τοῖς πολεμικοῖς συμβαίνοντα πράξεις μὲν [[οὐδαμῶς]] ἁρμόζει λέγειν, περιπετείας δὲ καὶ συγκυρήσεις [[μᾶλλον]] Πολύβ. 9. 12, 6: πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξει.
|lstext='''ἀπροθέτως''': ἐπίρρ. ([[προτίθημι]]) [[ἄνευ]] προθέσεως, τὰ μὲν οὖν [[ἀπροθέτως]] ἐν τοῖς πολεμικοῖς συμβαίνοντα πράξεις μὲν [[οὐδαμῶς]] ἁρμόζει λέγειν, περιπετείας δὲ καὶ συγκυρήσεις [[μᾶλλον]] Πολύβ. 9. 12, 6: πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξει.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀπροθέτως]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />[[χωρίς]] [[πρόθεση]], όχι σκόπιμα.
}}
}}

Revision as of 06:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπροθέτως Medium diacritics: ἀπροθέτως Low diacritics: απροθέτως Capitals: ΑΠΡΟΘΕΤΩΣ
Transliteration A: aprothétōs Transliteration B: aprothetōs Transliteration C: aprothetos Beta Code: a)proqe/tws

English (LSJ)

Adv., (προτίθημι)

   A undesignedly, Plb.9.12.6.

German (Pape)

[Seite 338] unvorsätzlich, Pol. 9, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροθέτως: ἐπίρρ. (προτίθημι) ἄνευ προθέσεως, τὰ μὲν οὖν ἀπροθέτως ἐν τοῖς πολεμικοῖς συμβαίνοντα πράξεις μὲν οὐδαμῶς ἁρμόζει λέγειν, περιπετείας δὲ καὶ συγκυρήσεις μᾶλλον Πολύβ. 9. 12, 6: πρβλ. καὶ Σουΐδ. ἐν λέξει.

Greek Monolingual

ἀπροθέτως επίρρ. (Α)
χωρίς πρόθεση, όχι σκόπιμα.