βυσσοδομεύω: Difference between revisions

From LSJ

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source
(big3_9)
(7)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> -[[δομέω]] Sud., Eust.1513.46<br />[[construir]], [[tramar en el fondo]], [[en su interior]] fig. κακά <i>Od</i>.20.184, (μύθους) οὓς ... ἐνὶ φρεσὶ βυσσοδόμευον <i>Od</i>.4.676, κακὰ φρεσί <i>Od</i>.8.273, 17.66, δόλον φρεσί Hes.<i>Sc</i>.30, βυσσοδομεύειν τὴν ὀργὴν abrigar, fomentar un resentimiento solapado</i> Luc.<i>Cal</i>.24, βυσσοδομεύων, εἴ πως τισαίμην <i>Od</i>.9.316, op. ‘decir’ ἕτερα μὲν λέγοντες, ἕτερα δὲ βυσσοδομεύοντες Vett.Val.380.30<br /><b class="num">•</b>en v. pas. τὰ βυσσοδομευόμενα las intenciones solapadas</i> Hld.7.11.8.
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> -[[δομέω]] Sud., Eust.1513.46<br />[[construir]], [[tramar en el fondo]], [[en su interior]] fig. κακά <i>Od</i>.20.184, (μύθους) οὓς ... ἐνὶ φρεσὶ βυσσοδόμευον <i>Od</i>.4.676, κακὰ φρεσί <i>Od</i>.8.273, 17.66, δόλον φρεσί Hes.<i>Sc</i>.30, βυσσοδομεύειν τὴν ὀργὴν abrigar, fomentar un resentimiento solapado</i> Luc.<i>Cal</i>.24, βυσσοδομεύων, εἴ πως τισαίμην <i>Od</i>.9.316, op. ‘decir’ ἕτερα μὲν λέγοντες, ἕτερα δὲ βυσσοδομεύοντες Vett.Val.380.30<br /><b class="num">•</b>en v. pas. τὰ βυσσοδομευόμενα las intenciones solapadas</i> Hld.7.11.8.
}}
{{grml
|mltxt=[[βυσσοδομεύω]] (Α)<br />[[βυσσοδομώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος —για μετρικούς λόγους— σε -<i>εύω</i> [[τύπος]] του ρ. [[βυσσοδομώ]], που [[είναι]] [[αμάρτυρος]] στην Αρχαία και που μαρτυρείται μόνον αργότερα στη Μεσαιωνική].
}}
}}

Revision as of 07:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βυσσοδομεύω Medium diacritics: βυσσοδομεύω Low diacritics: βυσσοδομεύω Capitals: ΒΥΣΣΟΔΟΜΕΥΩ
Transliteration A: byssodomeúō Transliteration B: byssodomeuō Transliteration C: vyssodomeyo Beta Code: bussodomeu/w

English (LSJ)

(δομέω)

   A build in the deep: hence, brood over a thing in the depth of one's soul, ponder deeply; Hom. only in Od., always in bad sense, κακὰ φρεσὶ βυσσοδόμευον 17.66, al.; μύθους β. 4.676; δόλον φρεσὶ β. Hes.Sc.30: also in late Prose, ὀργὴν β. Luc.Cal.24; τὰ βυσσοδομευόμενα secret designs, Hld.7.11:—also βυρσοδομέω, Eust. 1513.46, Suid.

German (Pape)

[Seite 468] in der Tiefe bauen; im tiefen Herzensgrund ersinnen, nur von bösen, feindseligen Dingen; Hom. siebenmal. stets Versende: ἀλλ' ἀκέων κίνησε κάρη, κακὰ βυσσοδομεύων Odyss. 17, 465. 491. 20, 184; αὐτὰρ ἐγὼ λιπόμην κακὰ βυσσοδομεύων Odyss. 9, 316; βῆ ῥ' ἴμεν ἐς χαλκεῶνα κακὰ φρεσὶ βυσσοδομεύων Odyss. 8, 273; μνηστῆρες ἠγερέθοντο ἔσθλ' ἀγορεύοντες, κακὰ δὲ φρεσὶ βυσσοδόμευον Odyss. 17, 66; μύθων, οὓς μνηστῆρες ἐνὶ φρεσὶ βυσσοδόμευον Odyss. 4, 676; – δόλον Hes. Sc. 50; όργήν Luc. Calumn. 24; absolut, Opp. C. 1, 250; τὰ βυσσοδομευόμενα, heimliche Anschläge, Hel. 7, 11.

Greek (Liddell-Scott)

βυσσοδομεύω: (δομέω) οἰκοδομῶ ἐν τῷ βάθει, ὅθεν, σκέπτομαι περί τινος πράγματος ἐν τῷ βάθει τῆς ψυχῆς μου, κατὰ βάθος καὶ κατ’ ἐμαυτὸν σκέπτομαι καὶ κρίνω, Ὅμ.· μόνον ἐν Ὀδυσσ. ἀείποτε ἐπὶ κακῆς σημασίας, κακὰ φρεσσὶ βυσσοδομεύων Ρ. 66, κτλ.· ὡσαύτως, μύθους βυσσοδ. Δ. 676· οὕτω, δόλον φρεσὶ βυσσοδ. Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 30· οὕτω παρὰ μεταγεν. συγγραφ., ὀργὴν βυσσοδ. Λουκ. Διαβολ. 24· τὰ βυσσοδομευόμενα, μυστικὰ σχέδια, Ἡλιόδ. 7. 11· ― ὡσαύτως -δομέω Εὐστ. 1513. 46, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

bâtir au fond (de son esprit ou de son cœur), càd machiner secrètement, d’ord. en mauv. part : κακά OD de mauvais desseins, μύθους OD méditer de mauvaises paroles.
Étymologie: βυσσός, δομέω.

English (Autenrieth)

(βυσσός, δέμω): build in the depths, brood, always in bad sense; κακὰ φρεσί, Od. 17.66. (Od.)

Spanish (DGE)

• Alolema(s): -δομέω Sud., Eust.1513.46
construir, tramar en el fondo, en su interior fig. κακά Od.20.184, (μύθους) οὓς ... ἐνὶ φρεσὶ βυσσοδόμευον Od.4.676, κακὰ φρεσί Od.8.273, 17.66, δόλον φρεσί Hes.Sc.30, βυσσοδομεύειν τὴν ὀργὴν abrigar, fomentar un resentimiento solapado Luc.Cal.24, βυσσοδομεύων, εἴ πως τισαίμην Od.9.316, op. ‘decir’ ἕτερα μὲν λέγοντες, ἕτερα δὲ βυσσοδομεύοντες Vett.Val.380.30
en v. pas. τὰ βυσσοδομευόμενα las intenciones solapadas Hld.7.11.8.

Greek Monolingual

βυσσοδομεύω (Α)
βυσσοδομώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος —για μετρικούς λόγους— σε -εύω τύπος του ρ. βυσσοδομώ, που είναι αμάρτυρος στην Αρχαία και που μαρτυρείται μόνον αργότερα στη Μεσαιωνική].