δαύω: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(big3_10) |
(8) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[dormir]] δαύοισ(') ἀπάλας ἐτα<ί>ρας ἐν στήθεσιν durmiendo sobre el pecho de una tierna amiga</i> Sapph.126, cf. Hdn.Gr.1.453, Hsch.s.uu. δαύειν, ἔδαυσεν.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Prob. generada en un falso corte, ya antiguo, por δ' αὔοις (Sapph.), del que procedería Lyc. [[ἐνδαύω]] y Hsch. [[ἀδαύως]], ἔδαυσεν, δαύειν. | |dgtxt=[[dormir]] δαύοισ(') ἀπάλας ἐτα<ί>ρας ἐν στήθεσιν durmiendo sobre el pecho de una tierna amiga</i> Sapph.126, cf. Hdn.Gr.1.453, Hsch.s.uu. δαύειν, ἔδαυσεν.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Prob. generada en un falso corte, ya antiguo, por δ' αὔοις (Sapph.), del que procedería Lyc. [[ἐνδαύω]] y Hsch. [[ἀδαύως]], ἔδαυσεν, δαύειν. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δαύω]] (Α)<br />[[κοιμάμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί για την αρχική [[προέλευση]] του ρ. [[δαύω]] δεν [[είναι]] ευρύτερα αποδεκτές. Συνδέθηκε με το ρ. [[ιαύω]] «[[κοιμάμαι]]» και [[κυρίως]] <i>αύω</i> (=[[ιαύω]], στον επικό Νίκανδρο) λόγω της μορφολογικής τους ομοιότητας. Υπετέθη δηλ. ότι το <i>δαύοις</i> (στη [[Σαπφώ]]) [[είναι]] λανθασμένη [[γραφή]] του <i>δ</i>' <i>αύοις</i>, η οποία μέσω του Ησυχίου και του Λυκόφρονος διαδόθηκε [[περαιτέρω]]. Η [[υπόθεση]] ότι το -<i>δ</i>- του [[δαύω]] προέρχεται από ένα συνώνυμο [[ρήμα]], πιθ. το ομηρικό <i>έδραθον</i>, [[καθώς]] και η [[σύνδεση]] με αρχ. ινδ. <i>doš</i><i>ā</i>, αβεστ. <i>daoša</i>, δεν [[είναι]] πειστικές]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:03, 29 September 2017
English (LSJ)
A = ἰαύω, sleep, Sapph.83: aor. ἔδαυσεν, Hsch. (Cf. δαίω(A).)
German (Pape)
[Seite 524] = ἰαὐω, schlafen, Sappho bei E. M. 250, 10.
Greek (Liddell-Scott)
δαύω: ἰαύω, κοιμῶμαι, Σαπφὼ 86· ἀόρ. ἔδαυσεν παρ' Ἡσυχ. Πρβλ. δαίω (Δ), τελ.
Spanish (DGE)
dormir δαύοισ(') ἀπάλας ἐτα<ί>ρας ἐν στήθεσιν durmiendo sobre el pecho de una tierna amiga Sapph.126, cf. Hdn.Gr.1.453, Hsch.s.uu. δαύειν, ἔδαυσεν.
• Etimología: Prob. generada en un falso corte, ya antiguo, por δ' αὔοις (Sapph.), del que procedería Lyc. ἐνδαύω y Hsch. ἀδαύως, ἔδαυσεν, δαύειν.
Greek Monolingual
δαύω (Α)
κοιμάμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι υποθέσεις που έχουν διατυπωθεί για την αρχική προέλευση του ρ. δαύω δεν είναι ευρύτερα αποδεκτές. Συνδέθηκε με το ρ. ιαύω «κοιμάμαι» και κυρίως αύω (=ιαύω, στον επικό Νίκανδρο) λόγω της μορφολογικής τους ομοιότητας. Υπετέθη δηλ. ότι το δαύοις (στη Σαπφώ) είναι λανθασμένη γραφή του δ' αύοις, η οποία μέσω του Ησυχίου και του Λυκόφρονος διαδόθηκε περαιτέρω. Η υπόθεση ότι το -δ- του δαύω προέρχεται από ένα συνώνυμο ρήμα, πιθ. το ομηρικό έδραθον, καθώς και η σύνδεση με αρχ. ινδ. došā, αβεστ. daoša, δεν είναι πειστικές].