δονακόεις: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(big3_12) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(δονᾰκόεις) -εσσα, -εν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> δουν- <i>AP</i> 9.273 (Bianor)<br /><b class="num">1</b> [[lleno de cañas]] Εὐρώτας E.<i>Hel</i>.209.<br /><b class="num">2</b> [[hecho de cañas]] δουνακόεντα ... συνθεὶς δόλον confeccionando una trampa de cañas</i> cubiertas de liga <i>AP</i> l.c. | |dgtxt=(δονᾰκόεις) -εσσα, -εν<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> δουν- <i>AP</i> 9.273 (Bianor)<br /><b class="num">1</b> [[lleno de cañas]] Εὐρώτας E.<i>Hel</i>.209.<br /><b class="num">2</b> [[hecho de cañas]] δουνακόεντα ... συνθεὶς δόλον confeccionando una trampa de cañas</i> cubiertas de liga <i>AP</i> l.c. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δονακόεις]], -εσσα -εν (Α)<br /><b>1.</b> (για ποταμό) ο [[γεμάτος]] καλάμια<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δονακόεις]] [[δόλος]]» — [[καλάμι]] αλειμμένο με ιξό, [[παγίδα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:05, 29 September 2017
English (LSJ)
εσσα, εν,
A reedy, δονακόεντος Εὐρώτα E.Hel.210 (lyr.); δόλος δ. a reed covered with birdlime, AP 9.273 (Bianor).
German (Pape)
[Seite 656] εσσα, εν, voll Rohr; Eurotas, Eur. Hel. 210; δουνακόεις δόλος, die Falle von Rohr, Leimruthe, Bian. 3 (IX, 273).
Greek (Liddell-Scott)
δονᾰκόεις: εσσα, εν, πλήρης καλάμου, δονακόεντος Εὐρώτα Εὐρ. Ἑλ. 208· δόλος δ., κάλαμος ἀληλιμμένος ἰξῷ, Ἀνθ. Π. 9. 273.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
1 rempli de roseaux;
2 préparé au moyen de gluaux (piège).
Étymologie: δόναξ.
Spanish (DGE)
(δονᾰκόεις) -εσσα, -εν
• Alolema(s): δουν- AP 9.273 (Bianor)
1 lleno de cañas Εὐρώτας E.Hel.209.
2 hecho de cañas δουνακόεντα ... συνθεὶς δόλον confeccionando una trampa de cañas cubiertas de liga AP l.c.
Greek Monolingual
δονακόεις, -εσσα -εν (Α)
1. (για ποταμό) ο γεμάτος καλάμια
2. φρ. «δονακόεις δόλος» — καλάμι αλειμμένο με ιξό, παγίδα.