Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐνζεύγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
(big3_15)
(12)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἐνζεύγνῡμι) <b class="num">• Alolema(s):</b> poét. ἐνιζ- A.R.1.686<br /><b class="num">1</b> [[uncir]] animales de tiro al carro, en v. pas. βόες ἐνιζευχθέντες A.R.l.c., ἐνεζεῦχθαί φασι καὶ τοῦτον (τὸν ἵππον) τῷ ἅρματι D.Chr.36.46<br /><b class="num">•</b>fig., c. dat. o ἐν y dat. de abstr. τί ποτέ μ' ... ταῖσδ' ἐνέζευξας εὑρὼν ἁμαρτοῦσαν ἐν πημοναῖσιν; A.<i>Pr</i>.578, μεγάλαις καὶ τούτους ἀνάγκαις ἐνζεύξομεν D.H.4.83, en v. pas. A.<i>Pr</i>.108.<br /><b class="num">2</b> [[sujetar]], [[atar]] una cosa con otra ἄρθρα ... ἐνζεύξας ποδοῖν S.<i>OT</i> 718.
|dgtxt=(ἐνζεύγνῡμι) <b class="num">• Alolema(s):</b> poét. ἐνιζ- A.R.1.686<br /><b class="num">1</b> [[uncir]] animales de tiro al carro, en v. pas. βόες ἐνιζευχθέντες A.R.l.c., ἐνεζεῦχθαί φασι καὶ τοῦτον (τὸν ἵππον) τῷ ἅρματι D.Chr.36.46<br /><b class="num">•</b>fig., c. dat. o ἐν y dat. de abstr. τί ποτέ μ' ... ταῖσδ' ἐνέζευξας εὑρὼν ἁμαρτοῦσαν ἐν πημοναῖσιν; A.<i>Pr</i>.578, μεγάλαις καὶ τούτους ἀνάγκαις ἐνζεύξομεν D.H.4.83, en v. pas. A.<i>Pr</i>.108.<br /><b class="num">2</b> [[sujetar]], [[atar]] una cosa con otra ἄρθρα ... ἐνζεύξας ποδοῖν S.<i>OT</i> 718.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐνζεύγνυμι]] και ἐνζευγνύω και ποιητ. τ. [[ἐνιζεύγνυμι]], ἐνιζευγύω (Α) [[ζεύγνυμι]]<br /><b>1.</b> [[δένω]] με [[δεσμά]], [[προσδένω]], [[εμπλέκω]], [[σφιχτοδένω]]<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> [[ζεύω]], [[βάζω]] στον [[ζυγό]] («ἐνιζευχθέντες ταῡροι», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[μπερδεύω]], [[δένω]] κάποιον, τον [[εμπλέκω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] («ἀνάγκαις ταῑσδ' ἐνέζευγμαι [[τάλας]]», <b>Αισχ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνζεύγνῡμι Medium diacritics: ἐνζεύγνυμι Low diacritics: ενζεύγνυμι Capitals: ΕΝΖΕΥΓΝΥΜΙ
Transliteration A: enzeúgnymi Transliteration B: enzeugnymi Transliteration C: enzeygnymi Beta Code: e)nzeu/gnumi

English (LSJ)

   A yoke, ἐνιζευχθέντες βόες A.R.1.686; bind fast, ἄρθρα ποδοῖν S.OT718.    II metaph., involve in, ἀνάγκαις ταῖσδ' ἐνέζευγμαι A.Pr.108; τί ποτέ μ' . . ἐνέζευξας . . ἐν πημοσύναις; ib.578 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 840] (s. ζεύγνυμι), hineinbinden, einjochen; τί ποτε ταῖσδ' ἐνέζευξας εὑρὼν ἁμαρτοῦσαν ἐν πημοναῖσιν, hast sie mit Leid beladen, Aesch. Prom. 579; eigtl., ἄρθρα ἐνζεύξας ποδοῖν, in Fesseln eingezwängt, Soph. O. R. 718; ἐνιζευχθέντες ταῦροι, angejocht, Ap. Rh. 1, 686.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνζεύγνῡμι: μέλλ. -ζεύξω, ζευγνύω εἴς τι, δένω, ἐμπλέκω, ἀνάγκαις ταῖσδ’ ἐνέζευγμαι Αἰσχύλ. Πρ. 108· τί ποτέ μ’… ἐνέζευξας... ἐν πημοσύναις...; (οὕτως ὁ Ἕρμαννος) αὐτόθι 578. ΙΙ. δένω σφιγκτά, καί νιν ἄρθρα κεῖνος ἐνζεύξας ποδοῖν ἔρριψεν Σοφ. Ο. Τ. 718· βάλλω εἰς τὸν ζυγὸν, «ζεύγω», ἐνιζευχθέντες ταῦροι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 686.

French (Bailly abrégé)

1 attacher ensemble;
2 attacher dans.
Étymologie: ἐν, ζεύγνυμι.

Spanish (DGE)

(ἐνζεύγνῡμι) • Alolema(s): poét. ἐνιζ- A.R.1.686
1 uncir animales de tiro al carro, en v. pas. βόες ἐνιζευχθέντες A.R.l.c., ἐνεζεῦχθαί φασι καὶ τοῦτον (τὸν ἵππον) τῷ ἅρματι D.Chr.36.46
fig., c. dat. o ἐν y dat. de abstr. τί ποτέ μ' ... ταῖσδ' ἐνέζευξας εὑρὼν ἁμαρτοῦσαν ἐν πημοναῖσιν; A.Pr.578, μεγάλαις καὶ τούτους ἀνάγκαις ἐνζεύξομεν D.H.4.83, en v. pas. A.Pr.108.
2 sujetar, atar una cosa con otra ἄρθρα ... ἐνζεύξας ποδοῖν S.OT 718.

Greek Monolingual

ἐνζεύγνυμι και ἐνζευγνύω και ποιητ. τ. ἐνιζεύγνυμι, ἐνιζευγύω (Α) ζεύγνυμι
1. δένω με δεσμά, προσδένω, εμπλέκω, σφιχτοδένω
2. (ειδ.) ζεύω, βάζω στον ζυγό («ἐνιζευχθέντες ταῡροι», Απολλ. Ρόδ.)
3. μτφ. μπερδεύω, δένω κάποιον, τον εμπλέκω μέσα σε κάτι («ἀνάγκαις ταῑσδ' ἐνέζευγμαι τάλας», Αισχ.).