ἔνηχος: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(big3_15) |
(12) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> mús. [[de percusión]], [[que suena por percusión]] ὄργανα op. [[ἔγχορδος]] ‘de cuerda’, Phillis en Ath.636c.<br /><b class="num">2</b> [[ruidoso]], [[bronco]], [[cavernoso]] [[ἀναπνοή]] Anon.Med.<i>Acut.Chron</i>.3.2.1<br /><b class="num">•</b>[[que causa estrépito]], [[estruendoso]] subst. τὰ ἔνηχα (<i>sc</i>. ὕδατα) Philostr.<i>VA</i> 6.26.<br /><b class="num">3</b> [[que resuena]] en los oídos ἡ μεγάλη φωνὴ καὶ τοῖς ἐμοῖς ὠσὶν [[ἔνηχος]] Gr.Naz.M.36.601C, cf. <i>Ep</i>.173.3<br /><b class="num">•</b>[[audible]], [[que suena]] τῶν μερῶν [[αὐτοῦ]] (<i>sc</i>. τοῦ πυρός) ὄντων ὁρατῶν καὶ ἀοράτων, ἐνήχων καὶ ἀνήχων en la teoría gnóstica del fuego supracelestial, Hippol.<i>Haer</i>.6.11.1. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> mús. [[de percusión]], [[que suena por percusión]] ὄργανα op. [[ἔγχορδος]] ‘de cuerda’, Phillis en Ath.636c.<br /><b class="num">2</b> [[ruidoso]], [[bronco]], [[cavernoso]] [[ἀναπνοή]] Anon.Med.<i>Acut.Chron</i>.3.2.1<br /><b class="num">•</b>[[que causa estrépito]], [[estruendoso]] subst. τὰ ἔνηχα (<i>sc</i>. ὕδατα) Philostr.<i>VA</i> 6.26.<br /><b class="num">3</b> [[que resuena]] en los oídos ἡ μεγάλη φωνὴ καὶ τοῖς ἐμοῖς ὠσὶν [[ἔνηχος]] Gr.Naz.M.36.601C, cf. <i>Ep</i>.173.3<br /><b class="num">•</b>[[audible]], [[que suena]] τῶν μερῶν [[αὐτοῦ]] (<i>sc</i>. τοῦ πυρός) ὄντων ὁρατῶν καὶ ἀοράτων, ἐνήχων καὶ ἀνήχων en la teoría gnóstica del fuego supracelestial, Hippol.<i>Haer</i>.6.11.1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἔνηχος]], -ον (AM) [[ήχος]]<br />(<b>για πρόσ.</b>) [[γνώστης]], [[έμπειρος]], ειδήμων<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που φαίνεται πως ηχεί στη [[μνήμη]] ή στην [[ακοή]], έχει καθαρό [[ακουστικό]] ερεθισμό, ο [[έναυλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παράγει ήχο, [[ψίθυρο]], φλοίσβο («ἔνηχα ὕδατα», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> (για πνευστά μουσικά όργανα) αυτός που ηχεί από [[μέσα]] (αντίθετο στο [[έγχορδος]]) («τὰ μὲν γὰρ ἔγχορδα, τὰ δὲ ἔνηχα κατεσκεύασται», <b>Αθήν.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A sounding within, of wind-instruments, opp. ἔγχορδος, Phillis ap.Ath.14.636c: generally, sounding, noisy, ἀναπνοή Herod. Med. in Rh.Mus.58.77; ἔ. ὕδατα Philostr.VA6.26. II c. gen., acquainted, conversant with, LXXSi.prol.9 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 841] einen Ton in sich habend, bei Ath. XIV, p. 636 c, im Ggstz von ἔγχορδα, Blaseinstrument; rauschend, κύμασι Philostr. v. Apoll. 6, 26.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνηχος: -ον, ὁ ἔχων ἦχον, ὁ ἠχῶν, ἐπὶ πνευστῶν ὀργάνων, τὰ μὲν γὰρ ἔγχορδα, τὰ δὲ ἔνηχα κατεσκεύασται Ἀθήν. 636C· ἔνηχα ὕδατα Φιλόστρ. 226· ἔναυλος, ἔτι ἔνηχον ταῖς ἐμαῖς ἀκοαῖς Γρηγ.
Spanish (DGE)
-ον
1 mús. de percusión, que suena por percusión ὄργανα op. ἔγχορδος ‘de cuerda’, Phillis en Ath.636c.
2 ruidoso, bronco, cavernoso ἀναπνοή Anon.Med.Acut.Chron.3.2.1
•que causa estrépito, estruendoso subst. τὰ ἔνηχα (sc. ὕδατα) Philostr.VA 6.26.
3 que resuena en los oídos ἡ μεγάλη φωνὴ καὶ τοῖς ἐμοῖς ὠσὶν ἔνηχος Gr.Naz.M.36.601C, cf. Ep.173.3
•audible, que suena τῶν μερῶν αὐτοῦ (sc. τοῦ πυρός) ὄντων ὁρατῶν καὶ ἀοράτων, ἐνήχων καὶ ἀνήχων en la teoría gnóstica del fuego supracelestial, Hippol.Haer.6.11.1.
Greek Monolingual
ἔνηχος, -ον (AM) ήχος
(για πρόσ.) γνώστης, έμπειρος, ειδήμων
μσν.
αυτός που φαίνεται πως ηχεί στη μνήμη ή στην ακοή, έχει καθαρό ακουστικό ερεθισμό, ο έναυλος
αρχ.
1. αυτός που παράγει ήχο, ψίθυρο, φλοίσβο («ἔνηχα ὕδατα», Φιλόστρ.)
2. (για πνευστά μουσικά όργανα) αυτός που ηχεί από μέσα (αντίθετο στο έγχορδος) («τὰ μὲν γὰρ ἔγχορδα, τὰ δὲ ἔνηχα κατεσκεύασται», Αθήν.).