ἐξάνειμι: Difference between revisions

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
(big3_15)
(12)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[regresar de]] ἄγρης <i>h.Pan</i>.14.<br /><b class="num">2</b> [[partir de]] Ἑλλάδος A.R.2.459, γαίης Ὑλληίδος A.R.4.562.<br /><b class="num">3</b> [[surgir]], [[salir de]] c. gen. θῆρας ὀσσόμενοι πόντου ... ἐξανίοντας A.R.4.318, Θέτιν ... ἁλὸς ἐξανίουσαν A.R.4.759, c. gen. y prep. ἐξανιὼν δὲ ἐκ ῥοθίων [[Διόνυσος]] Nonn.<i>D</i>.21.278, fig. αἴγλη ὕδατος ἐξανιοῦσα un rayo de sol reflejándose en el agua</i> A.R.3.756<br /><b class="num">•</b>astr. [[levantarse]], [[tener su orto]], [[salir]] de la constelación Erídano Ποταμοῦ πρώτην ἁλὸς ἐξανίουσαν καμπὴν ... σκέψαιτό κε ναύτης un navegante podría contemplar el primer meandro de la constelación del Río levantándose desde el mar</i> Arat.728.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[regresar de]] ἄγρης <i>h.Pan</i>.14.<br /><b class="num">2</b> [[partir de]] Ἑλλάδος A.R.2.459, γαίης Ὑλληίδος A.R.4.562.<br /><b class="num">3</b> [[surgir]], [[salir de]] c. gen. θῆρας ὀσσόμενοι πόντου ... ἐξανίοντας A.R.4.318, Θέτιν ... ἁλὸς ἐξανίουσαν A.R.4.759, c. gen. y prep. ἐξανιὼν δὲ ἐκ ῥοθίων [[Διόνυσος]] Nonn.<i>D</i>.21.278, fig. αἴγλη ὕδατος ἐξανιοῦσα un rayo de sol reflejándose en el agua</i> A.R.3.756<br /><b class="num">•</b>astr. [[levantarse]], [[tener su orto]], [[salir]] de la constelación Erídano Ποταμοῦ πρώτην ἁλὸς ἐξανίουσαν καμπὴν ... σκέψαιτό κε ναύτης un navegante podría contemplar el primer meandro de la constelación del Río levantándose desde el mar</i> Arat.728.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐξάνειμι]] (Α) [[ἄνειμι]]<br /><b>1.</b> [[ανεβαίνω]], [[ανέρχομαι]], (για [[αστέρι]]) [[ανατέλλω]] («οὐρανοῡ ἐξανιόντα», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πηγαίνω]] από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]] («στόλον ἀνδρῶν Ἑλλάδος ἐξανιόντα [[μετὰ]] πτόλιν Αἰήταο», Απολλ. Ρόδ.)<br /><b>3.</b> [[ξανάρχομαι]], [[επιστρέφω]] («ἄγρης ἐξανιών», ύμν. εις Πάνα)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> ανακλώμαι.
}}
}}

Revision as of 07:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάνειμι Medium diacritics: ἐξάνειμι Low diacritics: εξάνειμι Capitals: ΕΞΑΝΕΙΜΙ
Transliteration A: exáneimi Transliteration B: exaneimi Transliteration C: eksaneimi Beta Code: e)ca/neimi

English (LSJ)

   A go forth from, Ἑλλάδος A. R.2.459; αἴγλη ὕδατος ἐξανιοῦσα being reflected from .., Id.3.757; ἐ. οὐρανοῦ go up the sky, of stars, Theoc.22.8 codd.    II come back from, ἄγρης h.Pan.15.

German (Pape)

[Seite 869] (s. εἶμι), heraus- u. herausgehen; οὐρανοῦ, am Himmel aufgehen, Theocr. 22, 8; Ap. Rh. 2, 459; αἴγλη ὕδατος ἐξανιοῦσα, zurückstrahlend aus, 3, 737; ἄγρης ἐξανιών, von der Jagd zurückkehrend, H. h. Pan. 15.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάνειμι: μεταβαίνω ἔκ τινος μέρους εἰς ἄλλο, στόλον ἀνδρῶν Ἑλλάδος ἐξανιόντα μετὰ πτόλιν Αἰήταο Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 459· ἠελίου... αἴγλη ὕδατος ἐξανιοῦσα, ἀντανακλωμένη ἐκ τοῦ ὕδατος, ὁ αὐτ. Γ. 757· οὐρανοῦ ἐξανιόντα (οὐρανὸν εἰσανιόντα Meineke), ἀναβαίνοντα εἰς τὸν οὐρανόν, ἐπὶ ἀστέρων, Θεόκρ. 22. 8. ΙΙ. ἐπανέρχομαι ἔκ τινος, ἄγρης ἐπανιὼν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Πᾶνα 15.

French (Bailly abrégé)

1 se lever et sortir de, venir de, gén.;
2 revenir de.
Étymologie: ἐξ, ἄνειμι.

Spanish (DGE)

1 regresar de ἄγρης h.Pan.14.
2 partir de Ἑλλάδος A.R.2.459, γαίης Ὑλληίδος A.R.4.562.
3 surgir, salir de c. gen. θῆρας ὀσσόμενοι πόντου ... ἐξανίοντας A.R.4.318, Θέτιν ... ἁλὸς ἐξανίουσαν A.R.4.759, c. gen. y prep. ἐξανιὼν δὲ ἐκ ῥοθίων Διόνυσος Nonn.D.21.278, fig. αἴγλη ὕδατος ἐξανιοῦσα un rayo de sol reflejándose en el agua A.R.3.756
astr. levantarse, tener su orto, salir de la constelación Erídano Ποταμοῦ πρώτην ἁλὸς ἐξανίουσαν καμπὴν ... σκέψαιτό κε ναύτης un navegante podría contemplar el primer meandro de la constelación del Río levantándose desde el mar Arat.728.

Greek Monolingual

ἐξάνειμι (Α) ἄνειμι
1. ανεβαίνω, ανέρχομαι, (για αστέρι) ανατέλλω («οὐρανοῡ ἐξανιόντα», Θεόκρ.)
2. πηγαίνω από έναν τόπο σε άλλο («στόλον ἀνδρῶν Ἑλλάδος ἐξανιόντα μετὰ πτόλιν Αἰήταο», Απολλ. Ρόδ.)
3. ξανάρχομαι, επιστρέφω («ἄγρης ἐξανιών», ύμν. εις Πάνα)
4. μτφ. ανακλώμαι.