ἐπαποδύω: Difference between revisions

From LSJ

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr. (prés., impf., fut. et ao.)</i> opposer un second lutteur ; <i>en gén.</i> opposer un rival à, τινι;<br /><b>2</b> <i>intr. (ao.2</i> ἐπαπέδυν, <i>pf.</i> ἐπαποδέδυκα ; <i>Moy.</i> ἐπαποδύομαι, <i>f.</i> ἐπαποδύσομαι) se présenter comme second lutteur contre ; attaquer à son tour, τινι ; s’acharner sur : τινι qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀποδύω]].
|btext=<b>1</b> <i>tr. (prés., impf., fut. et ao.)</i> opposer un second lutteur ; <i>en gén.</i> opposer un rival à, τινι;<br /><b>2</b> <i>intr. (ao.2</i> ἐπαπέδυν, <i>pf.</i> ἐπαποδέδυκα ; <i>Moy.</i> ἐπαποδύομαι, <i>f.</i> ἐπαποδύσομαι) se présenter comme second lutteur contre ; attaquer à son tour, τινι ; s’acharner sur : τινι qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀποδύω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπαποδύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[γδύνω]] κάποιον για να αγωνιστεί [[εναντίον]] κάποιου άλλου<br /><b>2.</b> [[ορίζω]], [[τοποθετώ]] κάποιον ως αντίπαλο κάποιου άλλου<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπαποδυομαι</i><br />α) [[αναλαμβάνω]], [[επιχειρώ]], ανασκουμπώνομαι («ἐπαποδυώμεθ' ἄνδρες, τουτωὶ τῷ [[πράγματι]]», Αριστος).)<br />β) επιτίθεμαι, [[ορμώ]] [[εναντίον]] κάποιου («τοῑς νενικηκόσιν ἐπαποδύεσθαι», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαποδύω Medium diacritics: ἐπαποδύω Low diacritics: επαποδύω Capitals: ΕΠΑΠΟΔΥΩ
Transliteration A: epapodýō Transliteration B: epapodyō Transliteration C: epapodyo Beta Code: e)papodu/w

English (LSJ)

   A strip one for combat against another, set him up as a rival to, τινά τινι Plu. 2.788d:—Med., strip and set to work at a thing, τῷ πράγματι Ar.Lys. 615; πολυοινίᾳ Ph.1.360; set upon, attack, τοῖς νενικηκόσιν Plu.Marc. 3.

German (Pape)

[Seite 904] (s. δύω), Einen ausziehen gegen einen Andern, τινί, d. h. daß er mit ihm kämpfe, Plut. an seni ger. resp. 8. – Med. u. aor. II, act. sich gegen Einen ausziehen, sich gegen Einen rüsten, von den Kämpfern hergenommen, die vor dem Kampfe ihre Kleider ablegen; τῷ πράγματι, sich an die Sache machen, Ar. Lys. 651; τοῖς νενικηκόσι, angreifen, Plut. Marcell. 3 u. Sp.; – ἐπαποδυτέον τῷ πόνῳ Clem. Al., man muß sich dagegen rüsten.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαποδύω: ἀποδύω τινὰ κατά τινος, παρουσιάζω αὐτὸν ὡς ἀντίπαλον, τινά τινι Πλούτ. 2. 788D. - Μέσ., ἀποδύομαι, ἐπιχειρῶ, «σκουμπώνομαι», ἀλλ’ ἐπαποδυώμεθ’, ἄνδρες, τουτῳὶ τῷ πράγματι Ἀριστοφ. Λυσ. 615 ἀποδύομαι κατά τινος, ἔρχομαι εἰς ἀγῶνα κατ’ αὐτοῦ, τοῖς νενικηκόσιν ἐπαποδύεσθαι Πλουτ. Μάρκελλ. 3.

French (Bailly abrégé)

1 tr. (prés., impf., fut. et ao.) opposer un second lutteur ; en gén. opposer un rival à, τινι;
2 intr. (ao.2 ἐπαπέδυν, pf. ἐπαποδέδυκα ; Moy. ἐπαποδύομαι, f. ἐπαποδύσομαι) se présenter comme second lutteur contre ; attaquer à son tour, τινι ; s’acharner sur : τινι qqn.
Étymologie: ἐπί, ἀποδύω.

Greek Monolingual

ἐπαποδύω (Α)
1. γδύνω κάποιον για να αγωνιστεί εναντίον κάποιου άλλου
2. ορίζω, τοποθετώ κάποιον ως αντίπαλο κάποιου άλλου
2. μέσ. ἐπαποδυομαι
α) αναλαμβάνω, επιχειρώ, ανασκουμπώνομαι («ἐπαποδυώμεθ' ἄνδρες, τουτωὶ τῷ πράγματι», Αριστος).)
β) επιτίθεμαι, ορμώ εναντίον κάποιου («τοῑς νενικηκόσιν ἐπαποδύεσθαι», Πλούτ.).