ἐπανάκειμαι: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(Bailly1_2)
(13)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=être exposé <i>ou</i> réservé à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀνάκειμαι]].
|btext=être exposé <i>ou</i> réservé à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀνάκειμαι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπανάκειμαι]] (Α) [[κείμαι]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[επιβεβλημένος]] (ειδ. ως [[τιμωρία]]) («τοῑς δὲ κακοῑς [[ταπεινός]] τε καὶ ἀλγεινὸς καὶ [[ἀβίωτος]] ὁ αἰὼν ἐπανακείσεται;», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] επαυξημένος, [[πρόσθετος]]<br /><b>3.</b> εισάγομαι, καταχωρίζομαι επί [[πλέον]].
}}
}}

Revision as of 07:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανάκειμαι Medium diacritics: ἐπανάκειμαι Low diacritics: επανάκειμαι Capitals: ΕΠΑΝΑΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: epanákeimai Transliteration B: epanakeimai Transliteration C: epanakeimai Beta Code: e)pana/keimai

English (LSJ)

   A to be imposed upon as punishment, τινί X. Cyr.3.3.52.    II to be superadded, κακὸν κακῷ -κείμενον Numen. ap.Eus.PE14.8.    2 to be entered as well in a register, Stud.Pal. 1.62.33 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 900] (s. κεῖμαι), darauf gesetzt sein als Strafe, Xen. Cyr. 3, 3, 52.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανάκειμαι: ἐπίκειμαι, εἶμαι ἐπιτεθειμένος ἐπί τινος, τοῖς δὲ κακοῖς ταπεινός τε καὶ ἀλγεινὸς καὶ ἀβίωτος ὁ αἰὼν ἐπανακείσεται; Ξεν. Κύρ. 3. 3, 52.

French (Bailly abrégé)

être exposé ou réservé à, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἀνάκειμαι.

Greek Monolingual

ἐπανάκειμαι (Α) κείμαι
1. είμαι επιβεβλημένος (ειδ. ως τιμωρία) («τοῑς δὲ κακοῑς ταπεινός τε καὶ ἀλγεινὸς καὶ ἀβίωτος ὁ αἰὼν ἐπανακείσεται;», Ξεν.)
2. είμαι επαυξημένος, πρόσθετος
3. εισάγομαι, καταχωρίζομαι επί πλέον.