ἐπεξεργασία: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
(6_11)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπεξεργασία''': ἡ, τὸ ἐπεξεργάζεσθαι, τελειοποιεῖν τι, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 11. 226.
|lstext='''ἐπεξεργασία''': ἡ, τὸ ἐπεξεργάζεσθαι, τελειοποιεῖν τι, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 11. 226.
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐπεξεργασία]]) [[επεξεργάζομαι]]<br />προσεκτική και [[λεπτομερής]] [[διόρθωση]] και [[συμπλήρωση]] έργου για να δοθεί η τελική του [[μορφή]] («[[επεξεργασία]] συγγράμματος, λόγου, κοσμήματος, σχεδίου» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σχήμα]] εκφράσεως [[κατά]] το οποίο μια [[ιδέα]] αναλύεται με πολλές λέξεις ή φράσεις συνώνυμες για να καταστεί σαφέστερη<br /><b>μσν.</b><br />η [[εφαρμογή]] του νόμου<br /><b>αρχ.</b><br />[[εξέταση]], [[έρευνα]].
}}
}}

Revision as of 07:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπεξεργᾰσία Medium diacritics: ἐπεξεργασία Low diacritics: επεξεργασία Capitals: ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ
Transliteration A: epexergasía Transliteration B: epexergasia Transliteration C: epeksergasia Beta Code: e)pecergasi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A investigation, Ptol.Tetr.117; elaboration, Eustr.in EN135.16, Sch.Il.11.226; carrying into effect of a law, Just. Nov.99Pr.

German (Pape)

[Seite 916] ἡ, Ueberarbeitung, Vollendung; Schol. Il. 11, 126; Schol. Ar. Nubb. 136.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεξεργασία: ἡ, τὸ ἐπεξεργάζεσθαι, τελειοποιεῖν τι, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 11. 226.

Greek Monolingual

η (AM ἐπεξεργασία) επεξεργάζομαι
προσεκτική και λεπτομερής διόρθωση και συμπλήρωση έργου για να δοθεί η τελική του μορφήεπεξεργασία συγγράμματος, λόγου, κοσμήματος, σχεδίου» κ.λπ.)
νεοελλ.
σχήμα εκφράσεως κατά το οποίο μια ιδέα αναλύεται με πολλές λέξεις ή φράσεις συνώνυμες για να καταστεί σαφέστερη
μσν.
η εφαρμογή του νόμου
αρχ.
εξέταση, έρευνα.