ἐπίχαρτος: Difference between revisions

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui est un sujet de joie ; <i>particul. en mauv. part</i> qui est l’objet d’une joie maligne.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχαίρω]].
|btext=ος, ον :<br />qui est un sujet de joie ; <i>particul. en mauv. part</i> qui est l’objet d’une joie maligne.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχαίρω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπίχαρτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ευφρόσυνος]], [[χαροποιός]] («γεραροῑς ἐπίχαρτον», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτό για το οποίο αισθάνεται [[κανείς]] [[χαιρεκακία]]<br /><b>3.</b> [[χαιρέκακος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>χαρτος</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>χαρ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ε</i>-<i>χάρ</i>-<i>ην</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίχαρτος Medium diacritics: ἐπίχαρτος Low diacritics: επίχαρτος Capitals: ΕΠΙΧΑΡΤΟΣ
Transliteration A: epíchartos Transliteration B: epichartos Transliteration C: epichartos Beta Code: e)pi/xartos

English (LSJ)

ον,

   A wherein one feels joy, ἔργον S.Tr.1262 (anap.); γεραροῖς ἐπίχαρτον A.Ag.722 (lyr.).    2 more freq., wherein one feels malignant joy, ἐχθροῖς ἐπίχαρτα πέπονθα Id.Pr.159 (anap.); οἱ δικαίως τι πάσχοντες ἐ. Th.3.67, cf. D.45.85; βαρβάροις ἐ. γενόμενος Pl.Ep.356b.

German (Pape)

[Seite 1002] worüber man sich freut, erfreulich, Aesch. Ag. 704; ὡς ἐπίχαρτον τελέουσ' ἀεκούσιον ἔργον Soph. Tr. 1252; Sp., wie Alciphr. 2, 4. – Bes. worüber Andere Schadenfreude empfinden, ἐχθροῖς ἐπίχαρτα πέπονθα Aesch. Prom. 158; βαρβάροις ἐπίχαρτος γενόμενος, zum Spott geworden, Plat. Ep. VIII, 356 b; vgl. Thuc. 3, 67 οἴκτου ἀξιώτεροι τυγχάνειν οἱ ἀπρεπές τι πάσχοντες· οἱ δὲ δικαίως τὰ ἐναντία ἐπίχαρτοι εἶναι, sie verdienen, daß man sich im Gegentheil über ihr Unglück freut, vgl. Dem. 45, 85.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίχαρτος: -ον, (ἐπιχαίρω) ἐφ’ ᾧ τις αἰσθάνεται χαράν, εὐφρόσυνος, Σοφ. Τ. 1262· γεραροῖς ἐπίχαρτον Αἰσχύλ. Ἀγ. 722· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον, 2) ἐφ’ ᾧ τις ἐπιχαίρει ἐπιχαιρησικάκως, ἐχθροῖς ἐπίχαρτα πέπονθα, παθήματα παρέχοντα ἀφορμὴν χαρᾶς εἰς τοὺς ἐχθρούς μου, Αἰσχύλ. Πρ. 158· οἱ δικαίως τι πάσχοντες ἐπίχαρτοι, δηλ. ἄξιοι ὅπως ἐπιχαίρῃ τις διὰ τὸ πάθημα αὐτῶν, Θουκ. 3. 67, Δημ. 1127. 11· βαρβάροις ἐπίχαρτος γενόμενος, προξενήσας ἐπὶ τούτῳ χαρὰν τοῖς βαρβάροις, Πλάτ. Ἐπιστ. 356Β. ΙΙ. μεταβ. = ἐπιχαίρων, «Φιλωνίδης δὲ (ἐν Ἀδήλ. 7) τὸν ἐπιχαίροντα ἐπίχαρτον εἴρηκεν· ἀλλὰ καὶ τοῦτο φαῦλον, ὥστε βέλτιον μὴ ὀνόμασι χρῆσθαι, ἀλλὰ μετοχαῖς» Πολυδ. Γ΄, 101.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est un sujet de joie ; particul. en mauv. part qui est l’objet d’une joie maligne.
Étymologie: ἐπιχαίρω.

Greek Monolingual

ἐπίχαρτος, -ον (Α)
1. ευφρόσυνος, χαροποιός («γεραροῑς ἐπίχαρτον», Αισχύλ.)
2. αυτό για το οποίο αισθάνεται κανείς χαιρεκακία
3. χαιρέκακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χαρτος < θ. χαρ- (πρβλ. ε-χάρ-ην)].