ἐρέτης: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(Autenrieth) |
(14) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=pl., rowers, oarsmen, Il. 1.142. | |auten=pl., rowers, oarsmen, Il. 1.142. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[ἐρέτης]])<br />[[κωπηλάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στον πληθ. μετωνυμικώς) <i>oἱ ἐρέται</i><br />τα [[κουπιά]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> <b>φρ.</b> «κυλίκων ἐρέται» — για οινοπότες ή μέθυσους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ερέτης]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>er∂</i>- «[[κωπηλατώ]], [[κωπηλάτης]]» και [[πιθανώς]] προήλθε από ένα πρωταρχικό δισύλλαβο [[ρήμα]] που αντικαταστάθηκε από το [[ερέσσω]], ενώ διατηρήθηκε στα λιθ. <i>iriu</i>, <i>irti</i>, στο αρχ. ιρλ. <i>imb</i>-<i>r</i><i>ā</i> και με θ. <i>r</i><i>ō</i>- στο αρχ. ισλ. <i>r</i><i>ō</i><i>a</i>. Προς το αρχ. ινδ. <i>ari</i>-<i>tar</i> αντιστοιχεί τ. <i>ερετήρ</i>, από τον οποίο προήλθε το [[τοπωνύμιο]] <i>Ερέτρια</i> «η [[κωπηλάτις]]». Ο τ. [[ερέτης]] απαντά ως β’ συνθετικό στις λέξεις <i>υπ</i>-<i>ηρέτης</i> —όπου το -<i>η</i>- [[είναι]] [[προϊόν]] «εκτάσεως εν συνθέσει»— και [[αυτερέτης]], ενώ η [[ρίζα]] του τ. εμφανίζεται ως β’ συνθετικό με τη [[μορφή]] -<i>ορος</i> ή -<i>ερος</i> και -<i>ηρης</i> (το τελευταίο [[είναι]] [[επίσης]] [[προϊόν]] της λειτουργίας του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει») σε [[πολλά]] [[σύνθετα]] που δηλώνουν είδη πλοίων τα οποία διακρίνονται ως [[προς]] τον αριθμό τών κωπηλατών ή τών κουπιών τους (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εικόσ</i>-<i>ορος</i>, <i>πεντηκόντ</i>-<i>ορος</i>, <i>τριακόντ</i>-<i>ερος</i>, <i>αλι</i>-[[ήρης]], <i>τρι</i>-[[ήρης]], <i>τετρ</i>-[[ήρης]]). Τέλος, από τον τ. [[ερέτης]] προέρχεται το μετονοματικό ρ. [[ερέσσω]] που απαντά στον Όμηρο και στους ποιητές, ενώ στην αττική διάλεκτο χρησιμοποιείται [[αντί]] γι’ αυτό το ρ. [[ελαύνω]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, mostly in pl.,
A rowers, Od.1.280, al., A.Pers. 39(anap.), Hdt.6.12, Th.1.31, etc. : sg., Ar.Eq.542 : metaph., κυλίκων ἐρέται, of tipplers, Dionys.Eleg.5.2. II in pl., also, oars, AP6.4.6 (Leon.). (Root era-, cf. Skt. aritár- 'rower', ἁλι-ήρης, τρι-ήρης, etc.)
German (Pape)
[Seite 1025] ὁ (s. ἐρέσσω), der Ruderer, Od. 1, 280 u. öfter, immer im plur.; ναῶν ἐρέται Aesch. Pers. 39; Thuc. 1, 31 u. sonst in Prosa; Dionys. bei Ath. X, 443 d nennt die Trinker ἐρέται κυλίκων, Leon. Tar. 25 (VI, 4) nennt τοὺς ἐξ ἀκάτων διχθαδίους ἐρέτας die Ruder.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρέτης: -ου, (ἐρέσσω), κωπηλάτης, κατὰ τὸ πλεῖστον πληθ., νῆ’ ἄρσας ἐρέτῃσιν Ὀδ. Α. 280, κ. ἀλλ. Ἡρόδ. 6. 12, καὶ Ἀττ.: μεταφ., κυλίκων ἐρέται, ἐπὶ φιλοποτῶν ἢ μεθύσων, Διον. παρ’ Ἀθην. 443D. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. προσέτι, κῶπαι, Ἀνθ. Π. 6. 4.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
rameur.
Étymologie: ἐρέσσω.
English (Autenrieth)
pl., rowers, oarsmen, Il. 1.142.
Greek Monolingual
ο (AM ἐρέτης)
κωπηλάτης
αρχ.
1. (στον πληθ. μετωνυμικώς) oἱ ἐρέται
τα κουπιά
2. μτφ. φρ. «κυλίκων ἐρέται» — για οινοπότες ή μέθυσους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερέτης ανάγεται σε ΙΕ ρίζα er∂- «κωπηλατώ, κωπηλάτης» και πιθανώς προήλθε από ένα πρωταρχικό δισύλλαβο ρήμα που αντικαταστάθηκε από το ερέσσω, ενώ διατηρήθηκε στα λιθ. iriu, irti, στο αρχ. ιρλ. imb-rā και με θ. rō- στο αρχ. ισλ. rōa. Προς το αρχ. ινδ. ari-tar αντιστοιχεί τ. ερετήρ, από τον οποίο προήλθε το τοπωνύμιο Ερέτρια «η κωπηλάτις». Ο τ. ερέτης απαντά ως β’ συνθετικό στις λέξεις υπ-ηρέτης —όπου το -η- είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει»— και αυτερέτης, ενώ η ρίζα του τ. εμφανίζεται ως β’ συνθετικό με τη μορφή -ορος ή -ερος και -ηρης (το τελευταίο είναι επίσης προϊόν της λειτουργίας του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει») σε πολλά σύνθετα που δηλώνουν είδη πλοίων τα οποία διακρίνονται ως προς τον αριθμό τών κωπηλατών ή τών κουπιών τους (πρβλ. εικόσ-ορος, πεντηκόντ-ορος, τριακόντ-ερος, αλι-ήρης, τρι-ήρης, τετρ-ήρης). Τέλος, από τον τ. ερέτης προέρχεται το μετονοματικό ρ. ερέσσω που απαντά στον Όμηρο και στους ποιητές, ενώ στην αττική διάλεκτο χρησιμοποιείται αντί γι’ αυτό το ρ. ελαύνω].