εὔλαλος: Difference between revisions
Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> au beau langage, disert;<br /><b>2</b> qui parle beaucoup, bavard.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[λαλέω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> au beau langage, disert;<br /><b>2</b> qui parle beaucoup, bavard.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[λαλέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔλαλος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[ευφραδής]], [[εύγλωττος]]<br /><b>2.</b> αυτός που μιλά ή ηχεί [[γλυκά]] και ευάρεστα, [[γλυκόλαλος]], [[μελωδικός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[φλύαρος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κάνει κάποιον εύγλωττο, αυτός που λύνει τη [[γλώσσα]]<br /><b>2.</b> επίθ. του Απόλλωνος<br /><b>3.</b> επίθ. του Άργους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[λάλος]], [[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]] του ρ. [[λαλώ]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A sweetly-speaking, LXX Si.6.5; epith. of Apollo, AP9.525.6; of the Argo, Orph.A.244: metaph., of a wine-jar, AP9.229 (Marc.Arg.). II = εὔγλωσσος 11, LXX Jb.11.2.
German (Pape)
[Seite 1078] wohlredend, beredt, Orph. Arg. 246, Ἀργώ; Apollo, Hymn. (IX, 525, 6); sonst geschwätzig, von der Flasche, M. Arg. 18 (IX, 229); öfter in Anth.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 au beau langage, disert;
2 qui parle beaucoup, bavard.
Étymologie: εὖ, λαλέω.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔλαλος, -ον)
1. ευφραδής, εύγλωττος
2. αυτός που μιλά ή ηχεί γλυκά και ευάρεστα, γλυκόλαλος, μελωδικός
μσν.
φλύαρος
αρχ.
1. αυτός που κάνει κάποιον εύγλωττο, αυτός που λύνει τη γλώσσα
2. επίθ. του Απόλλωνος
3. επίθ. του Άργους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λάλος, υποχωρητικός σχηματισμός του ρ. λαλώ].