ζωοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ τῷ πλήθει ἀλλὰ τῷ ἀξιώματι → not in numbers but in quality

Source
(Bailly1_2)
(16)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui porte la vie, vivifiant, fécondant.<br />'''Étymologie:''' [[ζωή]], [[φέρω]].
|btext=ος, ον :<br />qui porte la vie, vivifiant, fécondant.<br />'''Étymologie:''' [[ζωή]], [[φέρω]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ο (AM [[ζωοφόρος]] και [[ζωφόρος]], -ον)<br />αυτός που παρέχει ζωή, [[ζωοπάροχος]], [[ζωοδότης]], [[ζωοποιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αχθο</i>-[[φόρος]], <i>πυρ</i>-[[φόρος]].———————— <b>(II)</b><br />-ο (AM [[ζῳοφόρος]] και [[ζῳφόρος]], -ον)<br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η [[ζωοφόρος]] και [[ζωφόρος]]<br />το [[διάστημα]] που βρίσκεται [[μεταξύ]] του επιστυλίου και του γείσου του αρχαίου ιωνικού ναού και διακοσμείται [[συνήθως]] με ανάγλυφες παραστάσεις ζώων ή άλλων μορφών<br /><b>2.</b> το [[διάζωμα]] της οικίας [[κάτω]] από το [[γείσο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει στην επιφάνειά του εικόνες ή μορφές ζώων<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ό [[ζωοφόρος]] [[κύκλος]]» — ο [[ζωδιακός]] [[κύκλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -<i>φορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εωσ</i>-[[φόρος]], <i>πυρ</i>-[[φόρος]].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ζωοφόρος: -ον, παρέχων ζωήν, Ἀνθ. Π. 9. 765, Συλλ. Ἐπιγρ. 512. ΙΙ. ζῳο-φόρος, ον, ζῷα φέρων· ἑπομένως, 1) φέρων τὰς εἰκόνας ζῴων, πλήρης γλυφῶν, πίναξ Διόδ. 18. 26· ἐντεῦθεν, ἡ ζῳφόρος, ὡς οὐσιαστ., τὸ μεταξὺ ἐπιστυλίου καὶ γείσου μέρος, Βιτρούβ. 3. 5. 2) ὁ ζ. κύκλος = ὁ ζῳδιακός, Ἀριστ. Κόσμ. 2. 7· ἄνευ τοῦ κύκλος, Ἀνθ. Π. 14. 124, παραρτ. 92· πρβλ. ζῴδιον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte la vie, vivifiant, fécondant.
Étymologie: ζωή, φέρω.

Greek Monolingual

(I)
-ο (AM ζωοφόρος και ζωφόρος, -ον)
αυτός που παρέχει ζωή, ζωοπάροχος, ζωοδότης, ζωοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -φορος (< φέρω), πρβλ. αχθο-φόρος, πυρ-φόρος.———————— (II)
-ο (AM ζῳοφόρος και ζῳφόρος, -ον)
1. το θηλ. ως ουσ. η ζωοφόρος και ζωφόρος
το διάστημα που βρίσκεται μεταξύ του επιστυλίου και του γείσου του αρχαίου ιωνικού ναού και διακοσμείται συνήθως με ανάγλυφες παραστάσεις ζώων ή άλλων μορφών
2. το διάζωμα της οικίας κάτω από το γείσο
αρχ.
1. αυτός που έχει στην επιφάνειά του εικόνες ή μορφές ζώων
2. φρ. «ό ζωοφόρος κύκλος» — ο ζωδιακός κύκλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -φορος (< φέρω), πρβλ. εωσ-φόρος, πυρ-φόρος.