ζύγαστρον: Difference between revisions

From LSJ

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
(Bailly1_2)
(16)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />cassette, coffre de bois.<br />'''Étymologie:''' [[ζυγόν]].
|btext=ου (τό) :<br />cassette, coffre de bois.<br />'''Étymologie:''' [[ζυγόν]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ζύγαστρον]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[κιβώτιο]] κατασκευασμένο από σανίδες [[στερεά]] ενωμένες [[μεταξύ]] τους<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «παρὰ Δελφοῑς δὲ [[ζύγαστρον]] καλεῑται τὸ [[γραμματοφυλάκιον]]»<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ζύγαστρα λάρνακος» — το [[κάλυμμα]] ή, κατ' άλλους, τα κλειδιά της λάρνακας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζυγόν]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[δέπαστρον]]-[[δέπας]], [[κάναστρον]]-[[κανούν]]) [[κατά]] το [[πρότυπο]] [[στέγαστρον]]-[[στεγάζω]]-[[στέγη]], [[χωρίς]] όμως τη [[μεσολάβηση]] ρήματος (π.χ. <i>ζυγάζω</i>). Η σημ. της λέξης από το ρ. [[ζυγώ]](-<i>όω</i>) «[[κλείνω]], [[συνάπτω]], [[συνδέω]]»].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζύγαστρον Medium diacritics: ζύγαστρον Low diacritics: ζύγαστρον Capitals: ΖΥΓΑΣΤΡΟΝ
Transliteration A: zýgastron Transliteration B: zygastron Transliteration C: zygastron Beta Code: zu/gastron

English (LSJ)

[ῠ], τό,

   A chest, box (κιβωτός, κυρίως δὲ ξυλίνη σορός, παρὰ τὸ ἐζυγῶσθαι, Phot.), S.Tr.692, E.ap.Phot., X.Cyr.7.3.1.    2 at Delphi, = γραμματοφυλάκιον, SIG241.49,146 (iv B.C.), Delph.3(2).205 (iii B.C.), Phot.    3 in pl., fastenings, λάρνακος Sch.Theoc. 7.78.

German (Pape)

[Seite 1140] τό, ein aus Brettern zusammengesetzter hölzerner Kasten, κοῖλον Soph. Tr. 689; Xen. Cyr. 7, 3, 1; VLL. ξυλίνη σορός, κιβωτός. Bei Schol. Theocr. 7, 78 die einzelnen Bretter.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
cassette, coffre de bois.
Étymologie: ζυγόν.

Greek Monolingual

ζύγαστρον, το (Α)
1. κιβώτιο κατασκευασμένο από σανίδες στερεά ενωμένες μεταξύ τους
2. (κατά τον Φώτ.) «παρὰ Δελφοῑς δὲ ζύγαστρον καλεῑται τὸ γραμματοφυλάκιον»
3. φρ. «ζύγαστρα λάρνακος» — το κάλυμμα ή, κατ' άλλους, τα κλειδιά της λάρνακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν (πρβλ. δέπαστρον-δέπας, κάναστρον-κανούν) κατά το πρότυπο στέγαστρον-στεγάζω-στέγη, χωρίς όμως τη μεσολάβηση ρήματος (π.χ. ζυγάζω). Η σημ. της λέξης από το ρ. ζυγώ(-όω) «κλείνω, συνάπτω, συνδέω»].