ἠπανία: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(Bailly1_2) |
(16) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />insuffisance.<br />'''Étymologie:''' -. | |btext=ας (ἡ) :<br />insuffisance.<br />'''Étymologie:''' -. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἠπανία]] και ἠπανίη, ή (Α)<br />[[σπανιότητα]], [[έλλειψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ηπανώ]] (<b>[[πρβλ]].</b> τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> <i>ηπανεί</i><br /><i>απορεί</i>, <i>σπανίζει</i>, <i>αμηχανεί</i>). Η λ. συνδέεται με το [[πανία]] «[[πλησμονή]]», [[οπότε]] το αρχικό <i>η</i>- [[είναι]] πιθ. στερητικό [[πρόθημα]], [[προϊόν]] μετρικής έκτασης του <i>α</i>-[[πανία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1173] ἡ, Mangel, Entbehrung, VLL.; Paul. Sil. 18 (V, 239).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
insuffisance.
Étymologie: -.
Greek Monolingual
ἠπανία και ἠπανίη, ή (Α)
σπανιότητα, έλλειψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηπανώ (πρβλ. τη γλώσσα του Ησύχ. ηπανεί
απορεί, σπανίζει, αμηχανεί). Η λ. συνδέεται με το πανία «πλησμονή», οπότε το αρχικό η- είναι πιθ. στερητικό πρόθημα, προϊόν μετρικής έκτασης του α-πανία.