θεατρομανής: Difference between revisions
From LSJ
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
(6_7) |
(16) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεᾱτρομᾰνής''': -ές, ὁ ἐμμανῶς ἀγαπῶν τὸ [[θέατρον]], [[ὄχλος]] Ἀθανάσ. | |lstext='''θεᾱτρομᾰνής''': -ές, ὁ ἐμμανῶς ἀγαπῶν τὸ [[θέατρον]], [[ὄχλος]] Ἀθανάσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[θεατρομανής]], -ές)<br />αυτός που αγαπά μανιωδώς το [[θέατρο]], ο υπερβολικά [[θεατρόφιλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέατρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γυναι</i>-<i>μανής</i>. <i>ερω</i>-<i>μανής</i>, <i>ζηλο</i>-<i>μανής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1190] ές, rasend für das Theater eingenommen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θεᾱτρομᾰνής: -ές, ὁ ἐμμανῶς ἀγαπῶν τὸ θέατρον, ὄχλος Ἀθανάσ.
Greek Monolingual
-ές (Α θεατρομανής, -ές)
αυτός που αγαπά μανιωδώς το θέατρο, ο υπερβολικά θεατρόφιλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι-μανής. ερω-μανής, ζηλο-μανής].