θηλυπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(6_17)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηλυπρόσωπος''': -ον, ἔχων [[γυναικεῖον]] [[πρόσωπον]], Σουΐδ. ἐν λ. Σειρῆνες.
|lstext='''θηλυπρόσωπος''': -ον, ἔχων [[γυναικεῖον]] [[πρόσωπον]], Σουΐδ. ἐν λ. Σειρῆνες.
}}
{{grml
|mltxt=[[θηλυπρόσωπος]], -ον (Α)<br />(για τις Σειρήνες) αυτός που έχει [[πρόσωπο]] γυναίκας.
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλυπρόσωπος Medium diacritics: θηλυπρόσωπος Low diacritics: θηλυπρόσωπος Capitals: ΘΗΛΥΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: thēlyprósōpos Transliteration B: thēlyprosōpos Transliteration C: thilyprosopos Beta Code: qhlupro/swpos

English (LSJ)

ον,

   A with woman's face, Suid. s.v. Σειρῆνας.

German (Pape)

[Seite 1207] mit Weibergesicht, Suid. Σειρῆνες.

Greek (Liddell-Scott)

θηλυπρόσωπος: -ον, ἔχων γυναικεῖον πρόσωπον, Σουΐδ. ἐν λ. Σειρῆνες.

Greek Monolingual

θηλυπρόσωπος, -ον (Α)
(για τις Σειρήνες) αυτός που έχει πρόσωπο γυναίκας.