θηγαλέος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> aiguisé, tranchant;<br /><b>2</b> qui aiguise.<br />'''Étymologie:''' [[θήγω]].
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> aiguisé, tranchant;<br /><b>2</b> qui aiguise.<br />'''Étymologie:''' [[θήγω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θηγαλέος]], -α, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[οξύς]], [[κοφτερός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ακονίζει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θήγω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[φεύγω]]-[[φευγαλέος]]). Αν πρόκειται για αρχαίο τ., αποτελεί [[μαρτυρία]] για [[εναλλαγή]] τών παρεκτάσεων -<i>αλ</i>-<i>αν</i>- στο θ. <i>θηγ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> λ.χ. <i>θηγ</i>-<i>αν</i>-<i>η</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηγᾰλέος Medium diacritics: θηγαλέος Low diacritics: θηγαλέος Capitals: ΘΗΓΑΛΕΟΣ
Transliteration A: thēgaléos Transliteration B: thēgaleos Transliteration C: thigaleos Beta Code: qhgale/os

English (LSJ)

α, ον, (θήγω)

   A pointed, sharp, στάλικες AP6.109 (Antip.); τρύφος ib.7.542 (Flacc.).    II Act., sharpening, c. gen. rei, ib.6.68 (Jul. Aegypt.):—also θηγάνεος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1206] geschärft, scharf, πυρὶ θηγαλέους ὀξυπαγεῖς στάλικας Antip. Sid. 17 (VI, 109); schärfend, λίθος θηγαλέη καλάμων Iul. Aeg. 11 (VI, 68).

Greek (Liddell-Scott)

θηγᾰλέος: -α, -ον, (θήγω) ὀξύς, κοπτερός, Ἀνθ. Π. 6. 109., 7. 542. ΙΙ. ἐνεργ., ὀξύνων, ἀκονῶν, μετὰ γεν. πράγμ., αὐτόθι 6. 68· ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως ἀναφέρει θηγάνεος.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 aiguisé, tranchant;
2 qui aiguise.
Étymologie: θήγω.

Greek Monolingual

θηγαλέος, -α, -ον (Α)
1. οξύς, κοφτερός
2. αυτός που ακονίζει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θήγω (πρβλ. φεύγω-φευγαλέος). Αν πρόκειται για αρχαίο τ., αποτελεί μαρτυρία για εναλλαγή τών παρεκτάσεων -αλ-αν- στο θ. θηγ- (πρβλ. λ.χ. θηγ-αν-η)].