ἰσοτελής: Difference between revisions

From LSJ

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><i>propr.</i> qui paie des contributions égales ; [[οἱ]] ἰσοτελεῖς classe d’étrangers domiciliés à Athènes.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[τέλος]].
|btext=ής, ές :<br /><i>propr.</i> qui paie des contributions égales ; [[οἱ]] ἰσοτελεῖς classe d’étrangers domiciliés à Athènes.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[τέλος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἰσοτελής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που καταβάλλει τα [[ίδια]] [[τέλη]] με άλλον, αυτός που φορολογείται [[εξίσου]]<br /><b>2.</b> αυτός για τον οποίο καταβάλλεται το ίδιο [[τέλος]] («ισοτελή εμπορεύματα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέτοικος]] στον οποίο έχουν παραχωρηθεί πλήρη αστικά δικαιώματα [[αλλά]] όχι [[πολιτικά]], αυτός που δεν καταβάλλει το «[[μετοίκιον]]» [[αλλά]] φορολογείται όπως και οι Αθηναίοι πολίτες<br /><b>2.</b> (για την Ήρα) [[ισότιμος]] («ἰσοτελὴς τῷ Διί» <b>Ορφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[δημο]]-<i>τελής</i>, <i>νεο</i>-<i>τελής</i>].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοτελής Medium diacritics: ἰσοτελής Low diacritics: ισοτελής Capitals: ΙΣΟΤΕΛΗΣ
Transliteration A: isotelḗs Transliteration B: isotelēs Transliteration C: isotelis Beta Code: i)sotelh/s

English (LSJ)

ές (gen. sg. ἰσοτελοῦ (sic), Epigr.Gr.48), (τέλος)

   A bearing equal burdens; at Athens and elsewh., of a favoured class of μέτοικοι, subject to the same taxation as the citizens, Lys.Fr.225 S., Is.Fr.45, D.20.29, Arist.Ath.58.2, IG22.276.15,al., cf. SIG742.44 (Ephesus, i B.C.); of freedmen, IG9(1).412 (Aetolia), Hsch.    II metaph., of Hera, [τῷ Διΐ] ἰ. his consort, Orph.Fr.163.

German (Pape)

[Seite 1267] ές, gleiche Staatslasten tragend, so hießen in Athen diejenigen Schutzverwandten, μέτοικοι, welche den eigentlichen Bürgern am nächsten standen, keines προστάτης bedurften, kein Schutzgeld, μετοίκιον, zahlten und Grundeigenthum erwerben durften, die deswegen aber auch gleiche Lasten mit den Bürgern trugen, ohne in den Volksversammlungen mitstimmen zu dürfen u. Aemter erlangen zu können. S. Böckh's Staatshaush. II p. 77; Hermann's Staatsalterth. §. 116; Harpocr. u. Ruhnk. ad Tim. p. 151, wo es ὁ χωρὶς ζημίας ἐπιδημῶν ἴσα τοῖς πολίταις erklärt wird.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοτελής: -ές, (τέλος) ὁ ἴσα τελῶν, πληρώνων, ἔχων τὰ αὐτὰ βάρη: ἐν Ἀθήναις οἱ ἰσοτελεῖς ἦσαν εὐνοούμενοι μέτοικοι ἀπολαύοντες πάντων τῶν ἀστικῶν δικαιωμάτων πλὴν τῶν πολιτικῶν· ἐλογίζοντο μετὰ τοὺς προξένους, δὲν εἶχον ἀνάγκην προστάτου, δὲν ἐτέλουν μετοίκιον, καὶ ἀντὶ τῶν δικαιωμάτων τούτων καὶ προνομίων ὑπέκειντο εἰς τὰ αὐτὰ καὶ οἱ λοιποὶ πολῖται βάρη, Λυσ. παρ’ Ἁρποκρ., Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. 86. 4 (ἔκδ. Blass). Συλλ. Ἐπιγρ. 809-10· πρβλ. Böckh P. E. 2. 318 κἑξ.· ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχον ἐν τῷ καταλόγῳ τῶν πολιτῶν οὔτε ἦσαν ἐγγεγραμμένοι μεταξὺ τῶν μελῶν δήμου τινὸς ἢ φυλῆς. Περὶ τῶν γενικῶν σχέσεων τῆς ἰσοτελείας, ἴδε Niebuhr Ρωμ. Ἱστ. 2. σημ. 101: ἐνίοτε τὸ προνόμιον τοῦτο παρείχετο καὶ εἰς τοὺς πολίτας φιλικῆς πολιτείας, Ἐπιγραφ. Βοιωτ. ἐν Keil IVb. 22.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
propr. qui paie des contributions égales ; οἱ ἰσοτελεῖς classe d’étrangers domiciliés à Athènes.
Étymologie: ἴσος, τέλος.

Greek Monolingual

-ές (Α ἰσοτελής, -ές)
νεοελλ.
1. αυτός που καταβάλλει τα ίδια τέλη με άλλον, αυτός που φορολογείται εξίσου
2. αυτός για τον οποίο καταβάλλεται το ίδιο τέλος («ισοτελή εμπορεύματα»)
αρχ.
1. μέτοικος στον οποίο έχουν παραχωρηθεί πλήρη αστικά δικαιώματα αλλά όχι πολιτικά, αυτός που δεν καταβάλλει το «μετοίκιον» αλλά φορολογείται όπως και οι Αθηναίοι πολίτες
2. (για την Ήρα) ισότιμος («ἰσοτελὴς τῷ Διί» Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -τελής (< τέλος), πρβλ. δημο-τελής, νεο-τελής].