κα: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>dor. c.</i> [[κε]]. | |btext=<i>dor. c.</i> [[κε]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />κα και κυπρ. τ. κας (Α)<br /><b>1.</b> συγκεκομμένος, βραχύτερος [[τύπος]] της πρόθεσης [[κατά]], ο [[οποίος]] χρησιμοποιείται [[πριν]] από [[άρθρο]] που αρχίζει από <i>τ</i> («κα τὸν νόμον»)<br /><b>2.</b> [[επίσης]] εν συνθέσει, ως α' συνθετικό («[[καβαίνων]]» [[αντί]] <i>καταβαίνων</i>, «[[καββάλλω]]» [[αντί]] [[καταβάλλω]]).———————— <b>(II)</b><br />κα (Α)<br />δωρ. τ. του επικ., αιολ. και βοιωτ. τ. του δυνητικού και αοριστολογικού μορίου <i>κε</i>(<i>ν</i>), αττ. και αρκαδ. τ. <i>αν</i><br />συντάσσεται ως δυνητικό με ευκτ. και ως αοριστολογικό με υποτ. (α. «ὃς ὑμὲ κα πρίαιτο, φανερὰν ζημίαν» — ο [[οποίος]] θα σάς αγόραζε με φανερή [[ζημιά]], <b>Αριστοφ.</b><br />β. «αἰ κα δ' αἶγα λάβῃ [[τῆνος]]» — αν [[τυχόν]] [[εκείνος]] πάρει την [[αίγα]], <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>κε</i>(<i>ν</i>)].———————— <b>(III)</b><br />κἀ (Α)<br />[[κράση]] του <i>καὶ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἐ</i>, δηλ. της προθ. <i>ἐμ</i> (=<i>ἐν</i>) («[[πέπονθα]]... ἅττα κἀ πίσσῃ μῡς» — έχω πάθει όσα ο [[ποντικός]] [[μέσα]] σε [[πίσσα]], Ηρώνδ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
Dor. for Ep., Aeol. κε (ν),= Att., Arc. ἄν, SIG9 (Olympia, vi B.C.), Epich.35,al., Leg.Gort.1.9, Foed.Delph.Pell.2A9, Ar.Ach. 737, 799, Lys.117, Th.5.77, Theoc.1.4. [Although long, the α is elided in Epich.170.12,al., SIG56.8 (Argos, v B.C.), Leg.Gort.1.1, etc.]
κᾰ, shortd. form of κατά used before the article,
A κα τὸν νόμον IG5 (2).16 (Arcadia); κα τῶννυ ib.262; κα τοὺς νόμους SIG2860.9 (Delph., ii B.C.), etc.; κα τὰ τῆς συγκλήτου δόγματα SIG705.12 (ibid.) κα τὰ δόξαντα . . τῇ βουλῇ Inscr.Magn.179.33 (ii A.D.): also in compds., cf. καβαίνων, etc. II Cypr.,= κάς, Inscr.Cypr.135.5 H., Schwyzer 683.8.
French (Bailly abrégé)
dor. c. κε.
Greek Monolingual
(I)
κα και κυπρ. τ. κας (Α)
1. συγκεκομμένος, βραχύτερος τύπος της πρόθεσης κατά, ο οποίος χρησιμοποιείται πριν από άρθρο που αρχίζει από τ («κα τὸν νόμον»)
2. επίσης εν συνθέσει, ως α' συνθετικό («καβαίνων» αντί καταβαίνων, «καββάλλω» αντί καταβάλλω).———————— (II)
κα (Α)
δωρ. τ. του επικ., αιολ. και βοιωτ. τ. του δυνητικού και αοριστολογικού μορίου κε(ν), αττ. και αρκαδ. τ. αν
συντάσσεται ως δυνητικό με ευκτ. και ως αοριστολογικό με υποτ. (α. «ὃς ὑμὲ κα πρίαιτο, φανερὰν ζημίαν» — ο οποίος θα σάς αγόραζε με φανερή ζημιά, Αριστοφ.
β. «αἰ κα δ' αἶγα λάβῃ τῆνος» — αν τυχόν εκείνος πάρει την αίγα, Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κε(ν)].———————— (III)
κἀ (Α)
κράση του καὶ + ἐ, δηλ. της προθ. ἐμ (=ἐν) («πέπονθα... ἅττα κἀ πίσσῃ μῡς» — έχω πάθει όσα ο ποντικός μέσα σε πίσσα, Ηρώνδ.).