κακύνω: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
(6_1)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κακύνω''': [[βλάπτω]], [[φθείρω]], Σουΐδ.· - Παθ., βλάπτομαι, διαφθείρομαι, «χαλνῶ», τὰ δὲ κακυνόμενα (μύρα) [[πλείω]] ποιεῖ δυσωδίαν Θεοφρ. π. Ὀσμ. 56. 2) Παθ., ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, δείκνυμαι κακός, φέρομαι κακῶς, Εὐρ. Ἑκ. 251, Πλάτ. Τίμ. 42C· ἰδίως ἐπὶ στρατιωτῶν, δυστροπῶ, δὲν πειθαρχῶ, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 27. ΙΙ. Παθ., [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ κακόομαι, ὑφίσταμαι κακώσεις, Δίων Κ. 60. 2· ὀνειδίζομαι, ἐπιπλήττομαι, Εὐρ. Ἱππ. 686.
|lstext='''κακύνω''': [[βλάπτω]], [[φθείρω]], Σουΐδ.· - Παθ., βλάπτομαι, διαφθείρομαι, «χαλνῶ», τὰ δὲ κακυνόμενα (μύρα) [[πλείω]] ποιεῖ δυσωδίαν Θεοφρ. π. Ὀσμ. 56. 2) Παθ., ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, δείκνυμαι κακός, φέρομαι κακῶς, Εὐρ. Ἑκ. 251, Πλάτ. Τίμ. 42C· ἰδίως ἐπὶ στρατιωτῶν, δυστροπῶ, δὲν πειθαρχῶ, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 27. ΙΙ. Παθ., [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ κακόομαι, ὑφίσταμαι κακώσεις, Δίων Κ. 60. 2· ὀνειδίζομαι, ἐπιπλήττομαι, Εὐρ. Ἱππ. 686.
}}
{{grml
|mltxt=[[κακύνω]] (AM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> α) [[κάνω]] πονηρά σχέδια<br />β. [[σφάλλω]], αμαρτάνω<br />γ. [[μετανοώ]] για [[κάτι]] καλό που έκανα<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[τιμωρώ]], [[καταδικάζω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κακύνω]] το [[μάτι]] μου σε κάποιον» — [[βλέπω]] κάποιον με κακή [[διάθεση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (και με [[ηθική]] σημ.) [[βλάπτω]], [[φθείρω]]<br /><b>2.</b> (για στρατιώτες) [[δυστροπώ]], δεν [[πειθαρχώ]]<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>κακύνομαι</i><br />α) δείχνομαι [[κακός]], φέρομαι άσχημα<br />β) επιπλήττομαι, [[δέχομαι]] [[επίπληξη]], [[επιτίμηση]], επιτιμώμαι<br /><b>4.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) <b>παροιμ.</b> «κακύνειν τον [[πηλόν]]» — να βρίζει [[κανείς]] αυτόν που [[είναι]] [[άξιος]] ύβρεως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κακός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ύνω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αλγ</i>-<i>ύνω</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκύνω Medium diacritics: κακύνω Low diacritics: κακύνω Capitals: ΚΑΚΥΝΩ
Transliteration A: kakýnō Transliteration B: kakynō Transliteration C: kakyno Beta Code: kaku/nw

English (LSJ)

   A damage, in prcv., κ. τὸν πηλόν· τὸν ἄξιον ὕβρεως ὑβρίζειν, Suid.; τὰς τύχας Antioch.Astr.in Cat.Cod.Astr.8(3).105:—Pass., turn bad, Thphr.Od.56.    2 in moral sense, corrupt, Com.Adesp. 138:—usu. in Pass., to be corrupted, D.C.60.2: esp. become bad, E. Hec.251, Pl.Ti.42c; of soldiers, show cowardice, v.l. for μαλακύνω, X.Cyr.6.3.27.    3 Pass. also, to be reproached, E.Hipp.686.

German (Pape)

[Seite 1305] schlecht machen, verderben, Sp. – Pass. schlecht werden, sich schlecht zeigen; οὔκουν κακύνῃ τοῖσδε τοῖς βο υλεύμασι Eur. Hec. 251; τρόπον ὃν κακύνοιτο Plat. Tim. 42 c; von Soldaten, im Ggstz des τὸ δέον ποιεῖν, Xen. Cyr. 6, 3, 27. Auch = elend sein, Eur. Hipp. 686.

Greek (Liddell-Scott)

κακύνω: βλάπτω, φθείρω, Σουΐδ.· - Παθ., βλάπτομαι, διαφθείρομαι, «χαλνῶ», τὰ δὲ κακυνόμενα (μύρα) πλείω ποιεῖ δυσωδίαν Θεοφρ. π. Ὀσμ. 56. 2) Παθ., ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, δείκνυμαι κακός, φέρομαι κακῶς, Εὐρ. Ἑκ. 251, Πλάτ. Τίμ. 42C· ἰδίως ἐπὶ στρατιωτῶν, δυστροπῶ, δὲν πειθαρχῶ, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 27. ΙΙ. Παθ., ὡσαύτως, ὡς τὸ κακόομαι, ὑφίσταμαι κακώσεις, Δίων Κ. 60. 2· ὀνειδίζομαι, ἐπιπλήττομαι, Εὐρ. Ἱππ. 686.

Greek Monolingual

κακύνω (AM)
μσν.
1. (αμτβ.) α) κάνω πονηρά σχέδια
β. σφάλλω, αμαρτάνω
γ. μετανοώ για κάτι καλό που έκανα
2. (μτβ.) τιμωρώ, καταδικάζω
3. φρ. «κακύνω το μάτι μου σε κάποιον» — βλέπω κάποιον με κακή διάθεση
αρχ.
1. (και με ηθική σημ.) βλάπτω, φθείρω
2. (για στρατιώτες) δυστροπώ, δεν πειθαρχώ
3. παθ. κακύνομαι
α) δείχνομαι κακός, φέρομαι άσχημα
β) επιπλήττομαι, δέχομαι επίπληξη, επιτίμηση, επιτιμώμαι
4. (κατά το λεξ. Σούδα) παροιμ. «κακύνειν τον πηλόν» — να βρίζει κανείς αυτόν που είναι άξιος ύβρεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακός + κατάλ. -ύνω (πρβλ. αλγ-ύνω)].