κατακνίζω: Difference between revisions
ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>pf. Pass.</i> κατακέκνισμαι;<br /><b>1</b> déchirer de manière à causer une démangeaison, une cuisson;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> déchiqueter, déchirer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κνίζω]]. | |btext=<i>pf. Pass.</i> κατακέκνισμαι;<br /><b>1</b> déchirer de manière à causer une démangeaison, une cuisson;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> déchiqueter, déchirer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κνίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κατακνίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κόβω]] σε μικρά τεμάχια, [[κατακομματιάζω]]<br /><b>2.</b> [[ξύνω]] [[δυνατά]]<br /><b>3.</b> [[χαράζω]] («ξύλα καὶ λίθους τραχύνουσι κατακνίζοντες», Διοκλ.)<br /><b>4.</b> [[κεντώ]], γρατσουνίζω («κατακνίσω τὸν [[πόδα]]», Λουκ.)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>κατακνίζομαι</i><br />[[είμαι]] ερεθισμένος («ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κνίζω]] «[[ξύνω]], γρατσουνίζω»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
A chop up, mince, τι εἰς λεπτά Ath.9.376d. 2 metaph., pick to pieces, λόγους Isoc.12.17; τὰ τοῦ Ὁμήρου κ. λεπτά Luc. Hes.5. II scratch, irritate, stimulate the scalp, Asclep. ap. Gal. 12.420:—Pass., v.l. in Dsc.2.123; to be prurient, ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι Ar.Pl.973. 2 cut grooves in, score, ξύλα καὶ λίθους τραχύνουσι -ζοντες Diocl.Fr.26. 3 scarify, let blood from, -κνίσω (prob. for -κνήσω) σου τὸν πόδα Luc.Ocyp.91:—Pass., -κνισθεὶς τὸ σκέλος Orib.7.20.8 (= Gal.19.524, where -κνήσας).
German (Pape)
[Seite 1354] zerritzen, zerstückeln; λόγους διαιροῦντες οὐκ ὀρθῶς καὶ κατακνίζοντες καὶ πάντα τρόπον διαφθείροντες Isocr. 12, 17; τὰ ἐκ τῶν σαρκῶν εἰς λεπτὰ κατακνιζόμενα Ath. IX, 376 b. – Auf Einen sticheln, Luc. diss. c. Hes. 4. – Pass. κατακέκνισμαι, Ar. Plut. 973, ich brenne vor Liebe, ὑπ' ἔρωτος πάσχω, Schol. Vgl. κατακνάω.
Greek (Liddell-Scott)
κατακνίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, κατατέμνω, κατακόπτω εἰς τεμάχια, τι εἰς λεπτὰ Ἀθήν. 376D∙ κόπτω εἰς μικρὰς λωρίδας, Λουκ. Ὠκυπ. 91∙ μεταφ., ὡς τὸ Λατ. vellicare, διαιροῦνται οὐκ ὀρθῶς καὶ κατακνίζονται τοὺς λόγους καὶ διαφθείρονται Ἰσοκρ. 236C, Λουκ. Διάλ. π. Ἡσιόδ. 5. ΙΙ. γαργαλίζω, Παθ., γαργαλίζομαι, αἰσθάνομαι κνησμὸν ἢ «φαγοῦραν», διεγείρεται ἡ (σαρκικὴ) ὄρεξις∙ ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι, ὑπὸ ἔρωτος πάσχω, Ἀριστοφ. Πλ. 973.
French (Bailly abrégé)
pf. Pass. κατακέκνισμαι;
1 déchirer de manière à causer une démangeaison, une cuisson;
2 p. ext. déchiqueter, déchirer.
Étymologie: κατά, κνίζω.
Greek Monolingual
κατακνίζω (Α)
1. κόβω σε μικρά τεμάχια, κατακομματιάζω
2. ξύνω δυνατά
3. χαράζω («ξύλα καὶ λίθους τραχύνουσι κατακνίζοντες», Διοκλ.)
4. κεντώ, γρατσουνίζω («κατακνίσω τὸν πόδα», Λουκ.)
5. παθ. κατακνίζομαι
είμαι ερεθισμένος («ἐγὼ δὲ κατακέκνισμαι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κνίζω «ξύνω, γρατσουνίζω»].