κάτοξυς: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
(Bailly1_3)
(20)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εια, υ;<br /><b>1</b> très aigu, perçant <i>en parl. d’un bruit</i>;<br /><b>2</b> aigu <i>en parl. de maladie</i>;<br /><b>3</b> très vif <i>en parl. de désir</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὀξύς]].
|btext=εια, υ;<br /><b>1</b> très aigu, perçant <i>en parl. d’un bruit</i>;<br /><b>2</b> aigu <i>en parl. de maladie</i>;<br /><b>3</b> très vif <i>en parl. de désir</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὀξύς]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κάτοξυς]], -όξεια, -υ (Α)<br /><b>1.</b> πολύ [[οξύς]]<br /><b>2.</b> (για ήχο) [[διαπεραστικός]] («ἔσθ' [[ὅπως]] [[ἄνευ]] μάχης καὶ τῆς κατοξείας βοῆς ἐς λόγους ἔλθοιμεν ἀλλήλοισι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> <b>φρ.</b> «κάτοξυ [[νόσημα]]» — οξύτατη [[νόσος]] με [[βαριά]] συμπτώματα που επιφέρει, [[συνήθως]], τον θάνατο [[μέσα]] σε λίγες μέρες.
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάτοξυς Medium diacritics: κάτοξυς Low diacritics: κάτοξυς Capitals: ΚΑΤΟΞΥΣ
Transliteration A: kátoxys Transliteration B: katoxys Transliteration C: katoksys Beta Code: ka/tocus

English (LSJ)

εια, υ, strengthd. for ὀξύς,

   A very sharp, piercing, βοή Ar.V.471; of disease, acute, Hp.Aph.1.7 (cf. Gal.18(2).254), Aret.SA1.7, CA1.10; τὸ κ. τῆς ὀρέξεως Hld.1.26.

German (Pape)

[Seite 1404] εια, υ, sehr spitzig; ἄνευ κατοξείας βοῆς ἐς λόγους ἔλθωμεν Ar. Vesp. 471, schneidend, durchdringend; νόσημα Hippocr., von acuten Krankheiten, stärker als ὀξύς.

French (Bailly abrégé)

εια, υ;
1 très aigu, perçant en parl. d’un bruit;
2 aigu en parl. de maladie;
3 très vif en parl. de désir.
Étymologie: κατά, ὀξύς.

Greek Monolingual

κάτοξυς, -όξεια, -υ (Α)
1. πολύ οξύς
2. (για ήχο) διαπεραστικός («ἔσθ' ὅπως ἄνευ μάχης καὶ τῆς κατοξείας βοῆς ἐς λόγους ἔλθοιμεν ἀλλήλοισι», Αριστοφ.)
3. ιατρ. φρ. «κάτοξυ νόσημα» — οξύτατη νόσος με βαριά συμπτώματα που επιφέρει, συνήθως, τον θάνατο μέσα σε λίγες μέρες.