κεμάς: Difference between revisions

From LSJ

ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκήςeven the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king

Source
(Autenrieth)
(20)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=άδος: a [[two]]-[[year]] [[old]] [[deer]], Il. 10.361†.
|auten=άδος: a [[two]]-[[year]] [[old]] [[deer]], Il. 10.361†.
}}
{{grml
|mltxt=[[κεμάς]], -[[άδος]] και ποιητ. τ. [[κεμμάς]], και στον <b>Ησύχ.</b> κεμφάς, ἡ (Α)<br />μικρό, νεαρό [[ελάφι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kem</i>- «[[χωρίς]] κέρατα». Ο τ. [[κεμάς]] προέκυψε [[είτε]] από κάποιον αμάρτυρο τ. <i>κέμος</i>, με θ. σε -<i>ο</i>, αντίστοιχο του αρχ. ινδ. <i>śama</i>- «[[χωρίς]] κέρατα» (<b>[[πρβλ]].</b> [[λίθος]]: [[λιθάς]]), [[είτε]] από θ. σε -<i>m</i>, [[οπότε]] συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. <i>hinta</i> «[[ελαφίνα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>νίφ</i>-<i>α</i>: [[νιφάς]]). Η συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας εμφανίζεται στο λιθουαν. <i>šm</i>-<i>ulas</i> «[[χωρίς]] κέρατα». Ο τ. [[κεμμάς]] με εκφραστικό αναδιπλασιασμό του -<i>μ</i>-. Ο τ. <i>κεμφάς</i> [[κατά]] τις ονομασίες ζώων σε -<i>φος</i> / -<i>φας</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>γρομ</i>-<i>φάς</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κεμάδειον]], <i>κεμήλιος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κεμαδοσσόος]].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεμάς Medium diacritics: κεμάς Low diacritics: κεμάς Capitals: ΚΕΜΑΣ
Transliteration A: kemás Transliteration B: kemas Transliteration C: kemas Beta Code: kema/s

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A young deer, pricket, between νεβρός and ἔλαφος (so Ar.Byz. ap. Eust.711.37, cf. Miller Mélanges de litt.gr.p.431), Il.10.361, Call.Dian.112, A.R.3.879, Herodic. ap. Ath.5.222a, Ael.NA14.14:—also κεμμάς (q.v.), and in Hsch. κεμφάς, (Cf. Skt. śáma-'hornless', Lith. šmúlas 'hornless', OE. hind.)

German (Pape)

[Seite 1416] άδος, ἡ, Reh, Hirschkalb, oder eine Antilopenart; Il. 10, 361; Callim. Dian. 112; Ap. Rh. 3, 879 u. a. sp. D.; mit langen röthlichen Haaren, Ael. H. A. 14, 14; ξουθή, bei Ath. 222 a. S. auch κεμμάς.

Greek (Liddell-Scott)

κεμάς: -άδος, ἡ, μικρά, νέα ἔλαφος. μεταξὺ νεβροῦ καὶ ἐλάφου (κατὰ τὸν Εὐστ.), Ἰλ. Κ. 361, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 112, κτλ.· πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 14. 14· ὡσαύτως κεμμὰς (ὃ ἴδε), καὶ παρ’ Ἡσυχ. κεμφάς.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
faon, jeune biche, animal.
Étymologie: DELG skr. sáma- « sans cornes ».

English (Autenrieth)

άδος: a two-year old deer, Il. 10.361†.

Greek Monolingual

κεμάς, -άδος και ποιητ. τ. κεμμάς, και στον Ησύχ. κεμφάς, ἡ (Α)
μικρό, νεαρό ελάφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kem- «χωρίς κέρατα». Ο τ. κεμάς προέκυψε είτε από κάποιον αμάρτυρο τ. κέμος, με θ. σε -ο, αντίστοιχο του αρχ. ινδ. śama- «χωρίς κέρατα» (πρβλ. λίθος: λιθάς), είτε από θ. σε -m, οπότε συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. hinta «ελαφίνα» (πρβλ. νίφ-α: νιφάς). Η συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας εμφανίζεται στο λιθουαν. šm-ulas «χωρίς κέρατα». Ο τ. κεμμάς με εκφραστικό αναδιπλασιασμό του -μ-. Ο τ. κεμφάς κατά τις ονομασίες ζώων σε -φος / -φας, πρβλ. γρομ-φάς.
ΠΑΡ. αρχ. κεμάδειον, κεμήλιος.
ΣΥΝΘ. αρχ. κεμαδοσσόος.