μεταπέταμαι: Difference between revisions
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(Bailly1_3) |
(25) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>c.</i> [[μεταπέτομαι]]. | |btext=<i>c.</i> [[μεταπέτομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεταπέταμαι]] και μεταπέτομαι (ΑΜ)<br />[[πετώ]] [[μακριά]] σε [[άλλο]] [[τόπο]], απομακρύνομαι πετώντας. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:38, 29 September 2017
English (LSJ)
or μετα-πέτομαι,
A fly to another place, fly away, ἀπὸ . . εἰς . . Luc.Hist.Conscr.50.
German (Pape)
[Seite 152] u. μεταπέτομαι, weg und anders wohin fliegen, Luc. hist. conscrib. 50.
Greek (Liddell-Scott)
μεταπέταμαι: ἢ -πέτομαι, πέτομαι εἰς ἄλλον τόπον, ἀφίπταμαι, ἀπό… εἰς..., Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 50.
French (Bailly abrégé)
c. μεταπέτομαι.
Greek Monolingual
μεταπέταμαι και μεταπέτομαι (ΑΜ)
πετώ μακριά σε άλλο τόπο, απομακρύνομαι πετώντας.