μνημοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
(Autenrieth)
(25)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[μνήμων]]): [[remembrance]], w. γενέσθω, a periphr. [[for]] a [[pass]]. of [[μέμνημαι]], Il. 8.181†.
|auten=([[μνήμων]]): [[remembrance]], w. γενέσθω, a periphr. [[for]] a [[pass]]. of [[μέμνημαι]], Il. 8.181†.
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[μνημοσύνη]], Α δωρ. τ. [[μναμοσύνα]], Μ και ἐμνημοσύνη)<br /><b>1.</b> [[μνήμη]], [[ενθύμηση]], [[ανάμνηση]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>ή Μνημοσύνη</i><br />η [[μητέρα]] τών Μουσών (α. «πολυτέκνου θεάς, ώ Μνημοσύνης θρέμματα πτερωτά», Κάλβ.<br />β. «τῆς τῶν Μουσῶν μητρὸς Μνημοσύνης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[δέηση]] για την [[ψυχή]] νεκρού, [[μνημόσυνο]].
}}
}}

Revision as of 07:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνημοσύνη Medium diacritics: μνημοσύνη Low diacritics: μνημοσύνη Capitals: ΜΝΗΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: mnēmosýnē Transliteration B: mnēmosynē Transliteration C: mnimosyni Beta Code: mnhmosu/nh

English (LSJ)

Dor. and Aeol. μνᾱμοσύνα, ἡ,

   A remembrance, memory, μ. τις ἔπειτα πυρὸς . . γενέσθω let us be mindful of fire, Il.8.181; οὐ μ. σέθεν ἔσσετ' Sapph.68; μ. ἀνεγείρειν Pi.O.8.74; μ. καὶ τόνος ἀμφ' ἀρετῆς Xenoph.1.20, cf. Critias 6.12 D.:—in Att. only as pr.n.    II as pr. n. Mnemosyne, mother of the Muses, h.Merc.429, Hes.Th.54, E.HF679 (lyr.), Pl.Tht.191d, BCH50.403 (Thespiae); M. Διὸς εὐνέτις, ἣ τέκε Μούσας Epigr.Gr.789; cf. Μναμόνα, Μνημώ.

German (Pape)

[Seite 194] ἡ, Eingedenksein, Erinnerung; μνημοσύνη τις ἔπειτα πυρὸς γενέσθω, Il. 8, 181, laßt uns an das Feuer denken; μναμοσύναν ἀνεγείροντα, Pind. Ol. 8, 97, wie wir sagen »das Gedächtniß auffrischen«; κελαδῶ μναμοσύναν, Eur. Herc. Fur. 679. – In Prosa nur bei Sp., wie Luc. salt. 36.

Greek (Liddell-Scott)

μνημοσύνη: Δωρικ. μνᾱμοσύνα, ἡ, μνήμη, ἐνθύμησις, μν. τις ἔπειτα πυρός... γενέσθω (ἀντὶ τοῦ: μεμνώμεθα πυρός), ἂς ἐνθυμώμεθα τὸ πῦρ, Ἰλ. Θ. 181· μν. τινὸς ἀνεγείρειν Πινδ. Ο. 8, 97· - παρ’ Ἀττ. μόνον ὡς κύρ. ὄνομα, ἐπειδὴ μνήμη εἶναι ὁ κοινὸς τύπος. ΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομα, Μνημοσύνη, ἡ μήτηρ τῶν Μουσῶν, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 429, Ἡσ. Θεογ. 54, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 679, Πλάτ. Θεαίτ. 191D· μν. Διὸς εὐνέτις ἣ τέκε Μούσας Συλλ. Ἐπιγρ. 2037· διότι πρὸ τῆς εὑρέσεως τῆς γραφῆς μνήμη ἦτο τοῦ ποιητοῦ ἡ ἀρετὴ (μνήμην ἁπάντων μουσομήτορ’ ἐργάτιν Αἰσχύλ. Πρ. 461)· ὅθεν κατά τινα παράδοσιν παρὰ Παυσ. 9. 29, 2, αἱ τρεῖς πρῶται Μοῦσαι ἐν Βοιωτίᾳ ἐκαλοῦντο: Μνήμη, Ἀοιδή, καὶ Μελέτη· - Δωρ. τις τύπος Μνᾱμόνα ἐν Ἀριστοφ. Λυσ. 1248· - καὶ Μνημώ, οῦς, Ὀρφ. παρ. Ὀλυμπιοδ. εἰς Πλάτ. Φίληβ. σ. 268, ἐξ εἰκασίας τοῦ Gesner.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
mémoire, souvenir.
Étymologie: μνήμων.

English (Autenrieth)

(μνήμων): remembrance, w. γενέσθω, a periphr. for a pass. of μέμνημαι, Il. 8.181†.

Greek Monolingual

η (ΑΜ μνημοσύνη, Α δωρ. τ. μναμοσύνα, Μ και ἐμνημοσύνη)
1. μνήμη, ενθύμηση, ανάμνηση
2. ως κύριο όν. ή Μνημοσύνη
η μητέρα τών Μουσών (α. «πολυτέκνου θεάς, ώ Μνημοσύνης θρέμματα πτερωτά», Κάλβ.
β. «τῆς τῶν Μουσῶν μητρὸς Μνημοσύνης», Πλάτ.)
μσν.
δέηση για την ψυχή νεκρού, μνημόσυνο.