μυρμηκώδης: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br />qui ressemble à une fourmi, de la nature des fourmis.<br />'''Étymologie:''' [[μύρμηξ]], -ωδης. | |btext=ης, ες :<br />qui ressemble à une fourmi, de la nature des fourmis.<br />'''Étymologie:''' [[μύρμηξ]], -ωδης. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυρμηκώδης]], -ῶδες (Α) [[μύρμηξ]]<br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε μυρμήγκια ή που μοιάζει με [[μυρμήγκι]] («τὸ δ' ἐμφῡναι καὶ δακεῑν, μυρμηκῶδες καὶ μυῶδες», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] από μυρμηκιές, δηλ. σαρκώδεις εκφύσεις του δέρματος. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 29 September 2017
English (LSJ)
ες,
A = μυρμηκοειδής, Plu.2.458c; φιλοπλουτία ib.525e.
German (Pape)
[Seite 220] ες, = μυρμηκοειδής, Plut. de coh. ira 10.
Greek (Liddell-Scott)
μυρμηκώδης: -ες, = μυρμηκοειδής, Πλούτ. 2. 458C, 525E· ὡσαύτως πλήρης σαρκωδῶν ἐκφυμάτων, Μάρκελλ. Σιδήτης 97.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui ressemble à une fourmi, de la nature des fourmis.
Étymologie: μύρμηξ, -ωδης.
Greek Monolingual
μυρμηκώδης, -ῶδες (Α) μύρμηξ
1. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει σε μυρμήγκια ή που μοιάζει με μυρμήγκι («τὸ δ' ἐμφῡναι καὶ δακεῑν, μυρμηκῶδες καὶ μυῶδες», Πλούτ.)
2. αυτός που είναι γεμάτος από μυρμηκιές, δηλ. σαρκώδεις εκφύσεις του δέρματος.