μύδος: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />moisissure.<br />'''Étymologie:''' DELG <i>irl.</i> muad « brouillard », <i>néerl.</i> mot « pluie fine ». | |btext=ου (ὁ) :<br />moisissure.<br />'''Étymologie:''' DELG <i>irl.</i> muad « brouillard », <i>néerl.</i> mot « pluie fine ». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[μύδος]], -ον (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἄφωνος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με το ρ. <i>μύω</i> «[[κλείνω]]» (<b>πρβλ.</b> και λ. [[μυκός]], [[μυνδός]])].———————— <b>(II)</b><br />[[μύδος]], ὁ (Α)<br />η [[υγρασία]] και η [[σήψη]] που οφείλεται σε αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. από το ρ. <i>μυδῶ</i> «[[είμαι]] [[μούσκεμα]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 29 September 2017
English (LSJ)
(B), ον, (μύω)
A = μυνδός, Hsch.
μύδος [ῠ] (A), ὁ,
A damp: clamminess, decay, Nic.Al.248. (Cf. Lett. mudēt 'become mouldy', Engl. smut.)
German (Pape)
[Seite 213] ον, stumm, sprachlos, Hesych., vgl. μυνδός, μυττός, mutus. ὁ, Nässe, Feuchtigkeit, und daraus entstehende Fäulniß, Moder, σηπόμενον δὲ μύδῳ ἐκρήγνυται ἔρφος, Nic. Al. 248.
Greek (Liddell-Scott)
μύδος: [ῠ], ὁ, ὑγρασία καὶ ἡ ἐξ αὐτῆς προερχομένη σῆψις, Νικ. Ἀλεξιφ. 248. (Ἐντεῦθεν: μυδάω, μυδών, μυδαίνω, μυδαλέος· πρβλ. Σανσκρ. mid, mêd-yâmi (viscidus fio), mêd-as (adeps)· Γοτθ. bi-smeit-an (ἐπιχρίειν)· Ἀρχ. Γερμανικ. smîz-an (illinere), Γερμ. schmütz-en· ὥστε ἡ λέξις ἀπέβαλε τὸ ἀρκτικὸν σ).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
moisissure.
Étymologie: DELG irl. muad « brouillard », néerl. mot « pluie fine ».
Greek Monolingual
(I)
μύδος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἄφωνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το ρ. μύω «κλείνω» (πρβλ. και λ. μυκός, μυνδός)].———————— (II)
μύδος, ὁ (Α)
η υγρασία και η σήψη που οφείλεται σε αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μυδῶ «είμαι μούσκεμα»].