μυρτίδανον: Difference between revisions
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> sorte de plante semblable au myrte;<br /><b>2</b> excroissance parasite sur l’écorce du myrte;<br /><b>3</b> fruit du poivrier.<br />'''Étymologie:''' [[μύρτος]]. | |btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> sorte de plante semblable au myrte;<br /><b>2</b> excroissance parasite sur l’écorce du myrte;<br /><b>3</b> fruit du poivrier.<br />'''Étymologie:''' [[μύρτος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυρτίδανον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] φυτού που [[είναι]] παρεμφερές με τη [[μυρτιά]]<br /><b>2.</b> ανώμαλη [[επίφυση]] που εκφύεται στον κορμό και στα κλαδιά τὴς μυρτιάς<br /><b>3.</b> ο [[καρπός]] ενός ιθαγενούς φυτού της Περσίας ή της Ινδίας που μεταφυτεύθηκε στις μεσογειακές χώρες και χρησιμοποιούνταν ως [[πιπέρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρτος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ερευθέ</i>-<i>δανον</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A a myrtle-like plant, Hp.Mul.1.34. II warty excrescence on the stem of the myrtle, like the kermes berries on the holm-oak, Dsc.1.112, Plin.HN23.164. III seed of the Persian pepper-tree, Hp.Mul.2.205, Gal.19.106. 2 an Indian or Persian fruit used as pepper, Diosc.Gloss. ap. Gal. l.c.
German (Pape)
[Seite 222] τό, 1) eine myrthenähnliche Pflanze, Diosc. – 2) ein Auswuchs an dem Stamme und den Zweigen der Marthe, wie die Kermes- od. Scharlachbeeren, Sp. – 3) die Frucht des persischen Pfeffers, auch eine andere aus Indien od. Persien stammende Frucht, die als Pfeffer genossen wurde, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μυρτίδᾰνον: τό, φυτόν τι ὁμοιάζον πρὸς τὴν μύρτον, Ἱππ. 603. 38. ΙΙ. ἐπίφυσις ἀνώμαλος καὶ ὀχθώδης περὶ τὸ τῆς μυρσίνης πρέμνον, Διοσκ. 1. 156, Γαλην. ΙΙΙ. ὁ κόκκος τοῦ Περσικοῦ πεπέρεως, Ἱππ. 672. 15˙ ὡσαύτως, ἕτερός τις καρπὸς Περσικὸς ἢ Ἰνδικὸς ἐν χρήσει ἀντὶ πεπέρεως, Γαλην. τ. 19, σ. 106, 5.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 sorte de plante semblable au myrte;
2 excroissance parasite sur l’écorce du myrte;
3 fruit du poivrier.
Étymologie: μύρτος.
Greek Monolingual
μυρτίδανον, τὸ (Α)
1. είδος φυτού που είναι παρεμφερές με τη μυρτιά
2. ανώμαλη επίφυση που εκφύεται στον κορμό και στα κλαδιά τὴς μυρτιάς
3. ο καρπός ενός ιθαγενούς φυτού της Περσίας ή της Ινδίας που μεταφυτεύθηκε στις μεσογειακές χώρες και χρησιμοποιούνταν ως πιπέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος (πρβλ. ερευθέ-δανον)].