νεήλατος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it

Source
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />nouvellement étiré ; nouvellement pétri, frais, tendre (pain).<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[ἐλαύνω]].
|btext=ος, ον :<br />nouvellement étiré ; nouvellement pétri, frais, tendre (pain).<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[ἐλαύνω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[νεήλατος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[νεοτευχής]]», αυτός που έχει κατασκευαστεί πρόσφατα<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ νεήλατα</i> (ενν. <i>ἄλφιτα</i>)<br />α) άλευρα αλεσμένα πρόσφατα<br />β) [[είδος]] πλακουντίων από νεοαλεσμένα άλευρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήλατος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), <b>πρβλ.</b> [[ευήλατος]], <i>ψυχρ</i>-<i>ήλατος</i>. Το -<i>η</i>- του τ. ([[αντί]] -[[έλατος]]) οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεήλᾰτος Medium diacritics: νεήλατος Low diacritics: νεήλατος Capitals: ΝΕΗΛΑΤΟΣ
Transliteration A: neḗlatos Transliteration B: neēlatos Transliteration C: neilatos Beta Code: neh/latos

English (LSJ)

ον, (νέος, ἐλαύνω III)

   A newly-forged, Id.    II (cf. ἐλατήρ III, ἔλατρον) freshly rolled out: νεήλατα, τά, new cakes, D.18.260 (expld. by Harp. fr. ἀλέω A).

German (Pape)

[Seite 236] frisch, eben erst getrieben, geschmiedet, νεοτευχής, Hesych. Bei Dem. 18, 260 sind νεήλατα Kuchen aus frisch gemahlenem Mehle, frisch bereitet (nicht von ἀλέω abzuleiten).

Greek (Liddell-Scott)

νεήλᾰτος: -ον, (νέος, ἐλαύνω ΙΙΙ) «νεοτευχής», καθ’ Ἡσύχ.: (ἐξυπακ. ἄλφιτα), τὰ νεωστὶ ἀληλεσμένα, ἀλλὰ κυρίως νεήλατα ἦσαν εἶδος πλακουντίων ἐκ νεωστὶ ἀληλεσμένων ἀλφίτων· νεήλατα, τά, Δημ. 314. 1, Πολυδ. ϛʹ, 77.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement étiré ; nouvellement pétri, frais, tendre (pain).
Étymologie: νέος, ἐλαύνω.

Greek Monolingual

νεήλατος, -ον (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) «νεοτευχής», αυτός που έχει κατασκευαστεί πρόσφατα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νεήλατα (ενν. ἄλφιτα)
α) άλευρα αλεσμένα πρόσφατα
β) είδος πλακουντίων από νεοαλεσμένα άλευρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. ευήλατος, ψυχρ-ήλατος. Το -η- του τ. (αντί -έλατος) οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].