νυός: Difference between revisions
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(Bailly1_3) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ἡ) :<br /><b>1</b> bru, belle-fille ; <i>p. ext.</i> toute parente par alliance;<br /><b>2</b> jeune épouse, jeune femme.<br />'''Étymologie:''' p. *σνυσός, cf. <i>lat.</i> nurus. | |btext=οῦ (ἡ) :<br /><b>1</b> bru, belle-fille ; <i>p. ext.</i> toute parente par alliance;<br /><b>2</b> jeune épouse, jeune femme.<br />'''Étymologie:''' p. *σνυσός, cf. <i>lat.</i> nurus. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νυός]], -οῡ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> η [[σύζυγος]] του γιου, η [[νύφη]]<br /><b>2.</b> [[αδελφή]] της συζύγου, [[γυναικαδέλφη]], [[κουνιάδα]]<br /><b>3.</b> έγγαμη [[γυναίκα]], [[σύζυγος]]<br /><b>4.</b> νέα [[γυναίκα]], [[κόρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>snusos</i> «[[νύφη]]» (<b>πρβλ.</b> αρμ. <i>nu</i>, <i>nu</i>-<i>oy</i>). To λατ. <i>nurus</i> «[[νύφη]], [[κουνιάδα]]» ανάγεται στον ίδιο ΙΕ τ. και έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά [[προς]] το <i>socrus</i> «[[πεθερός]]». Στον ίδιο τ. [[επίσης]] ανάγονται και τ. σε -<i>ᾱ</i>, δηλωτικοί του γυναικείου φύλου, <b>πρβλ.</b> αρχ. ινδ. <i>snus</i><i>ā</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>snur</i>, αρχ. αγγλ. <i>snoru</i>, αρχ. σλαβ. <i>snŭcha</i>. Πιθανή [[είναι]] η [[σύνδεση]] τών τ. με την ετυμολ. [[οικογένεια]] τών λ. [[νεῦρον]] / [[νευρά]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], οι τ. μπορούν να αναχθούν σε [[ρίζα]] <i>snuzu</i>- και έχουν προέλθει με [[συγκοπή]] <span style="color: red;"><</span> <i>s</i><i>ū</i><i>nusus</i> <span style="color: red;"><</span> <i>s</i><i>ū</i><i>nu</i>- «[[γιος]], [[γυναίκα]] του γιου». Η [[άποψη]], [[τέλος]], που συνδέει τη λ. [[νυός]] με τη λ. <i>νἱός</i> και την [[οικογένεια]] του ρ. <i>νέω</i> (II) «[[κλώθω]]» δεν θεωρείται πιθανή]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:03, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A daughter-in-law, Il.22.65, Od.3.451, h.Ven.136 ; daughter-by-marriage of the race of which the husband is a son, Il.3.49. II bride, wife, Theoc.18.15 ; cj. in AP12.53.5 (Mel.) :—ἐνυός is f.l. in Poll.3.32. (I.-E. σνῠσός, cf. Skt.snusā, OHG. snur, Lat. nurus, etc.)
Greek (Liddell-Scott)
νυός: [ῠ], -οῦ, ἡ, νύμφη, γυνὴ τοῦ υἱοῦ, Ἰλ. Χ. 65, Ὀδ. Γ. 451· ἐν εὐρυτέρᾳ σημασίᾳ, πᾶσα γυνὴ ἐσχετισμένη διὰ γάμου, Ἰλ. Γ. 49, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀφροδ. 136· πρβλ. γαμβρός. ΙΙ. καθόλου, νύμφη, σύζυγος, γυνὴ ἔγγαμος, Θεόκρ. 18. 15· καλὴ νυὲ Ἀνθ. Π. 12. 53· πρβλ. Valck. Adon. σ. 371C, καὶ ἴδε ἐν λέξ. γαμβρός. - Ὁ τύπος ἐνυὸς (οὐχὶ ἐννυὸς) στηρίζεται εἰς διάφ. τινα γραφὴν παρὰ Πολυδ. Γ΄, 32, ἔνθα ὁ Bekk. νυός. (Ἔχει ἀποβληθῇ ἀρκτικὸν σ ἐν τῇ λέξει νυὸς καὶ τῇ Λατ. nurus· πρβλ. Σανσκρ. snushâ· Ἀρχ. Γερμ. snur· Ἀγγλο-Σαξον. snor· Σλαυ. snucha).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ἡ) :
1 bru, belle-fille ; p. ext. toute parente par alliance;
2 jeune épouse, jeune femme.
Étymologie: p. *σνυσός, cf. lat. nurus.
Greek Monolingual
νυός, -οῡ, ἡ (Α)
1. η σύζυγος του γιου, η νύφη
2. αδελφή της συζύγου, γυναικαδέλφη, κουνιάδα
3. έγγαμη γυναίκα, σύζυγος
4. νέα γυναίκα, κόρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε ΙΕ τ. snusos «νύφη» (πρβλ. αρμ. nu, nu-oy). To λατ. nurus «νύφη, κουνιάδα» ανάγεται στον ίδιο ΙΕ τ. και έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά προς το socrus «πεθερός». Στον ίδιο τ. επίσης ανάγονται και τ. σε -ᾱ, δηλωτικοί του γυναικείου φύλου, πρβλ. αρχ. ινδ. snusā, αρχ. άνω γερμ. snur, αρχ. αγγλ. snoru, αρχ. σλαβ. snŭcha. Πιθανή είναι η σύνδεση τών τ. με την ετυμολ. οικογένεια τών λ. νεῦρον / νευρά. Κατ' άλλη άποψη, οι τ. μπορούν να αναχθούν σε ρίζα snuzu- και έχουν προέλθει με συγκοπή < sūnusus < sūnu- «γιος, γυναίκα του γιου». Η άποψη, τέλος, που συνδέει τη λ. νυός με τη λ. νἱός και την οικογένεια του ρ. νέω (II) «κλώθω» δεν θεωρείται πιθανή].