οἴκοι: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(SL_2) |
(28) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[οἴκοι]] <br /> <b>1</b> at [[home]], in [[one]]'s [[own]] [[country]] “εἰ γὰρ [[οἴκοι]] νιν [[βάλε]]” (P. 4.43) [[οἴκοι]] δὲ [[πρόσθεν]] ἁρπαλέαν δόσιν ἐπάγαγες (P. 8.65) ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν [[ἤδη]], ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ [[οἴκοι]] μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι (N. 2.23) ἅλικας δ' ἐλθόντας [[οἴκοι]] τ ἐκράτει Νίσου τ ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ (N. 5.45) | |sltr=[[οἴκοι]] <br /> <b>1</b> at [[home]], in [[one]]'s [[own]] [[country]] “εἰ γὰρ [[οἴκοι]] νιν [[βάλε]]” (P. 4.43) [[οἴκοι]] δὲ [[πρόσθεν]] ἁρπαλέαν δόσιν ἐπάγαγες (P. 8.65) ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν [[ἤδη]], ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ [[οἴκοι]] μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι (N. 2.23) ἅλικας δ' ἐλθόντας [[οἴκοι]] τ ἐκράτει Νίσου τ ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ (N. 5.45) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(Α [[οἴκοι]])<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> στο [[σπίτι]], κατ' οίκον (α. «οὔ νυ καὶ ὑμῑν [[οἴκοι]] ἔνεστι [[γόος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «του επιβλήθηκε [[οίκοι]] [[περιορισμός]]»)<br /><b>2.</b> στην [[πατρίδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προς]] το [[σπίτι]] ή [[προς]] την [[πατρίδα]]<br /><b>2.</b> (ενάρθρως ως επιθετ. προσδ. ουσ.) <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, <i>τὸ [[οἴκοι]]<br />ο [[σχετικός]] με το [[σπίτι]] ή με την [[πατρίδα]] («ἡ [[οἴκοι]] [[δίαιτα]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (ενάρθρως ως ουσ.) α) <i>ἡ [[οἴκοι]]<br />(ενν. [[πόλις]]) η [[πατρίδα]]<br />β) <i>τὰ [[οἴκοι]]<br /><i>i</i>) οι οικιακές υποθέσεις<br />ii) τα οικιακά προϊόντα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίρρ. προερχόμενο από την παλαιά τοπική [[πτώση]] [[οἴκοι]] του [[οἶκος]] (<b>πρβλ.</b> [[πέδοι]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:04, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv. (old loc. of οἶκος)
A at home, in the house, οὔ νυ καὶ ὑμῖν οἴ. ἔνεστι γόος . .; Il.24.240 ; οἴ. βέλτερον εἶναι Hes.Op.365, etc. ; τὰ οἴ. one's domestic affairs, X.Cyr.6.1.42 ; home products, Pl.R.371a ; ἡ οἴ. δίαιτα S.OC352 ; ἡ δ' οἴ. (sc. πόλις) one's own country, ib.759 ; αἱ οἴ. τιμαί Isoc.Ep.4.7. 2 = οἴκαδε 1, Zos.2.27.2.
Greek (Liddell-Scott)
οἴκοι: Ἐπίρρ. ἐν τῷ οἴκω, Λατ. domi (πρβλ. οἴκοθι), οὔ νυ καὶ ὑμῖν οἴκοι ἔνεστι γόος... Ἰλ. Ω. 240, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 363, κτλ.· τὰ οἴκοι, αἱ οἰκιακαὶ ὑποθέσεις, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 42, Πλάτ. Πολ. 371Α· οὕτως, ἡ οἴκοι δίαιτα Σοφ. Ο. Κ. 352· ἡ δ’ οἴκοι (ἐξυπακ. πόλις), ἡ πατρίς, αὐτόθι 759· αἱ οἴκοι τιμαὶ Ἰσοκρ. 414Ε. Πρβλ. οἴκει. 2) = οἴκαδε, ἀπαγαγεῖν Ζώσιμος 27, 11.
French (Bailly abrégé)
adv. sans mouv.
1 à la maison;
2 dans son propre pays.
Étymologie: locatif de οἶκος.
English (Slater)
οἴκοι
1 at home, in one's own country “εἰ γὰρ οἴκοι νιν βάλε” (P. 4.43) οἴκοι δὲ πρόσθεν ἁρπαλέαν δόσιν ἐπάγαγες (P. 8.65) ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη, ἑπτὰ δ' ἐν Νεμέᾳ, τὰ δ οἴκοι μάσσον ἀριθμοῦ, Διὸς ἀγῶνι (N. 2.23) ἅλικας δ' ἐλθόντας οἴκοι τ ἐκράτει Νίσου τ ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ (N. 5.45)
Greek Monolingual
(Α οἴκοι)
επίρρ.
1. στο σπίτι, κατ' οίκον (α. «οὔ νυ καὶ ὑμῑν οἴκοι ἔνεστι γόος», Ομ. Ιλ.
β. «του επιβλήθηκε οίκοι περιορισμός»)
2. στην πατρίδα
αρχ.
1. προς το σπίτι ή προς την πατρίδα
2. (ενάρθρως ως επιθετ. προσδ. ουσ.) ὁ, ἡ, τὸ οἴκοι
ο σχετικός με το σπίτι ή με την πατρίδα («ἡ οἴκοι δίαιτα», Σοφ.)
3. (ενάρθρως ως ουσ.) α) ἡ οἴκοι
(ενν. πόλις) η πατρίδα
β) τὰ οἴκοι
i) οι οικιακές υποθέσεις
ii) τα οικιακά προϊόντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. προερχόμενο από την παλαιά τοπική πτώση οἴκοι του οἶκος (πρβλ. πέδοι)].