πολύφημος: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
(Autenrieth)
(33)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[φήμη]]): of [[many]] songs; [[ἀοιδός]], Od. 22.376; of [[many]] voices, buzzing; [[ἀγορή]], Od. 2.150.
|auten=([[φήμη]]): of [[many]] songs; [[ἀοιδός]], Od. 22.376; of [[many]] voices, buzzing; [[ἀγορή]], Od. 2.150.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύφημος]], -ον, ΝΑ, δωρ. τ. [[πολύφαμος]], -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός για τον οποίο γίνεται [[πολύς]] [[λόγος]], [[περίφημος]], [[περιώνυμος]] («[[πολύφημος]] και [[πολυώνυμος]] [[σοφός]]», Φίλ.)<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Πολύφημος</i><br /><b>μυθ.</b> i) [[περιώνυμος]] [[Κύκλωπας]] της Οδύσσειας, [[γιος]] του Ποσειδώνος και της νύμφης Θοώσης, ο [[οποίος]] [[κατά]] την ομηρική [[διήγηση]] κατοικούσε σε [[σπήλαιο]] βόσκοντας πρόβατα, ήταν τεραστίων διαστάσεων και ο αγριότερος από όλους τους Κύκλωπες<br />ii) (στη [[Λάρισα]] της Θεσσαλίας) [[ήρωας]] ο [[οποίος]] πήρε [[μέρος]] στη [[μάχη]] τών Λαπιθών [[κατά]] τών Κενταύρων και στην Αργοναυτική Εκστρατεία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που γνωρίζει [[πολλά]] άσματα και πολλούς μύθους («σύ τε και [[πολύφημος]] [[ἀοιδός]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] από φωνές, [[θορυβώδης]] («ἀγορὴν πολύφημον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b>τὸ <i>πολύφημον</i><br />η [[εκκλησία]] του δήμου, η [[αγορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φημος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φήμη]]), <b>πρβλ.</b> [[κακό]]-<i>φημος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφημος Medium diacritics: πολύφημος Low diacritics: πολύφημος Capitals: ΠΟΛΥΦΗΜΟΣ
Transliteration A: polýphēmos Transliteration B: polyphēmos Transliteration C: polyfimos Beta Code: polu/fhmos

English (LSJ)

Dor. πολύ-φᾱμος, ον,

   A abounding in songs and legends, ἀοιδός Od.22.376.    2 = πολύφατος, θρῆνος πολύφαμος Pi.I.8(7).64.    II manyvoiced, wordy, ἀγορὴν πολύφημον ἱκέσθην Od.2.150; ἐς πολύφημον ἐξενεῖκαι to bring it forth to the many-voiced, i.e. the agora (the 'parliament'), Orac. ap. Hdt.5.79.    III much spoken of, famous, ὁδός Parm. 1.2; ὁ π. καὶ πολυώνυμος σοφός Ph.1.371.

German (Pape)

[Seite 676] viel redend; ἀοιδός, der Sänger, der viel Sagen kennt, liederreich, Od. 22, 376; auch viel schreiend, vom Frosch, Batrach.; – ἀγορή, Od. 2, 150, wo viel geredet wird, der von vielen Stimmen ertönende, laute Markt, vgl. Or. bei Her. 5, 79; ὁδός, Xenophan. bei S. Emp. adv. math. 7, 111 (v. 2); ἑορτά, Alcm. bei Ath. XI, 499 a. – Auch wovon viel geredet, gesprochen wird, viel berufen, berühmt od. berüchtigt. – Vgl. das dor. πολύφαμος.

Greek (Liddell-Scott)

πολύφημος: Δωρ. -φᾱμος, ον, «ὁ πολλὰς φήμας εἰδώς, ἢ ὁ πολλοὺς φημίζων ἢ ὁ ὑπὸ πολλῶν τοῦτο πάσχων κτλ.» (Εὐστ.), πολύφημος ἀοιδὸς Ὀδ. Χ. 376· ὡσαύτως, θρῆνος Πινδ. Ι. 8 (7), 128· πρβλ. πολύφατος. ΙΙ. ὁ ἐκ πολλῶν φωνῶν ἀποτελούμενος, θορυβώδης, πολυλόγος, ἀγορὴν πολύφημον ἱκέσθην Ὀδ. Β. 150· ἐς πολύφημον ἐξενεῖκαι, δηλ. εἰς τὴν ἀγοράν, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 5. 79. ΙΙΙ. ὁ περὶ οὗ πολὺς λόγος γίνεται, περίφημος, ὁδὸς Ξενοφάν. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 111· ὁ π. καὶ πολυώνυμος σοφός, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φίλωνος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 où l’on échange beaucoup de discours;
2 qui parle beaucoup, abondant en récits.
Étymologie: πολύς, φήμη.

English (Autenrieth)

(φήμη): of many songs; ἀοιδός, Od. 22.376; of many voices, buzzing; ἀγορή, Od. 2.150.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύφημος, -ον, ΝΑ, δωρ. τ. πολύφαμος, -ον, Α
1. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, περίφημος, περιώνυμοςπολύφημος και πολυώνυμος σοφός», Φίλ.)
2. ως κύριο όν. Πολύφημος
μυθ. i) περιώνυμος Κύκλωπας της Οδύσσειας, γιος του Ποσειδώνος και της νύμφης Θοώσης, ο οποίος κατά την ομηρική διήγηση κατοικούσε σε σπήλαιο βόσκοντας πρόβατα, ήταν τεραστίων διαστάσεων και ο αγριότερος από όλους τους Κύκλωπες
ii) (στη Λάρισα της Θεσσαλίας) ήρωας ο οποίος πήρε μέρος στη μάχη τών Λαπιθών κατά τών Κενταύρων και στην Αργοναυτική Εκστρατεία
αρχ.
1. αυτός που γνωρίζει πολλά άσματα και πολλούς μύθους («σύ τε και πολύφημος ἀοιδός», Ομ. Οδ.)
2. γεμάτος από φωνές, θορυβώδης («ἀγορὴν πολύφημον», Ομ. Οδ.)
3. το ουδ. ως ουσ.τὸ πολύφημον
η εκκλησία του δήμου, η αγορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -φημος (< φήμη), πρβλ. κακό-φημος].