ὀττεύομαι: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(Bailly1_4) |
(29) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>att. p.</i> [[ὀσσεύομαι]]. | |btext=<i>att. p.</i> [[ὀσσεύομαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀττεύομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μαντεύω]] από κάποιο προφητικό ήχο ή [[φωνή]] («ὀττεύεσθαι ταῑς τούτων κληδόσι», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προαισθάνομαι]], [[προμαντεύω]] [[κάτι]] («τὸ [[μέλλον]] ὀττευσάμενοι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> (με απρμφ.) [[προαισθάνομαι]] ότι, [[προβλέπω]] ότι, [[προλέγω]] ότι<br /><b>4.</b> [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως δυσοίωνο<br /><b>5.</b> αποστρέφομαι με [[βδελυγμία]] [[κάτι]], [[επειδή]] [[είναι]] δυσοίωνο («[[πάντα]] ὀττεύεται τῡφον, ᾦ μὴ πρόσεστι τὸ εὐπρεπές», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄσσα]] / [[ὄττα]] «[[φήμη]], [[προφητεία]]», πιθ. [[κατά]] το [[μαντεύομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:11, 29 September 2017
English (LSJ)
Att. for ὀσσεύομαι (which does not occur),
A divine from an ominous voice or sound (ὄσσα) , ὀττευομένη δὲ κάθηται she sits looking for omens, of a lover, Ar.Lys.597; ταῖς τούτων κληδόσι by the cries of children, Plu.2.356e; πρὸς [κόρακος] βοήν Ael.NA1.48: generally, have forebodings of a thing, τὸ μέλλον Plb.27.16.5; τι περὶ τῶν ὅλων Id.1.11.15: c. (acc. et) inf., augur that... Porph.Antr.33, Luc. Lex.19. II regard as ominous, τὴν τύχην, τὸ ἔργον, D.H.9.23, 55: hence, deprecate as ill-omened, πάντα τῦφον Id.2.19.—The Act. ὀττεύουσιν prob. f.l. in Ael.NA3.9 (ὀπυίουσιν cj. Pierson Moer.p.279 P.): κλῃδονίζομαι was the equiv. Hellenic form, acc. to Moer. l. c.
German (Pape)
[Seite 405] att. = ὀσσεύομαι, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ὀττεύομαι: Ἀττ. ἀντὶ ὀσσεύομαι (ὅπερ δὲν ἀπαντᾷ), μαντεύομαι ἐκ προφητικῆς φωνῆς ἢ ἤχου (ὄσσα), ὀττευομένη δὲ κάθηται, κάθηται παρατηροῦσα οἰωνοὺς καὶ σημεῖα, ἐπὶ ἐρώσης γυναικός, Ἀριστοφ. Λυσ. 597· ὀττ. ταῖς τούτων κληδόσι, ταῖς τούτων κραυγαῖς, Πλούτ. 2. 356Ε· ὀττ. πρὸς [ὀρνίθων] βοὴν Αἰλ. π. Ζ. 1. 48· - καθόλου, ἔχω προαισθήματα περί τινος πράγματος, προμαντεύω, τὸ μέλλον ὀττευσάμενοι Πολύβ. 27. 14, 5· περὶ τῶν ὅλων ὁ αὐτ. 1. 11, 5· - μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., προμαντεύω ὅτι, προλέγω, Πορφυρ. Ἄντρ. Νυμφ. 33, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 19. ΙΙ. θεωρῶ τι ὡς προσημαῖνόν τι, τὴν τύχην, τὸ ἔργον Διον. Ἁλ. 1. 23, 55· - ἐντεῦθεν, καταφρονῶ ὡς δυσοίωνον, βδελύττομαι, Λατ. abonimari, πάντα τῦφον ὁ αὐτ. 2. 19. - Τὸ ἐνεργ. ὀττεύουσιν ἐν Αἰλ. π. Ζ. 3. 9. - κληδονίζομαι ἦτο ἰσοδύναμος Ἑλληνικὸς τύπος κατὰ τὸν Μοῖριν. 279. - Καθ’ Ἡσύχ.: -ὄττεσθαι· κληδονίζεσθαι».
French (Bailly abrégé)
att. p. ὀσσεύομαι.
Greek Monolingual
ὀττεύομαι (Α)
1. μαντεύω από κάποιο προφητικό ήχο ή φωνή («ὀττεύεσθαι ταῑς τούτων κληδόσι», Πλούτ.)
2. προαισθάνομαι, προμαντεύω κάτι («τὸ μέλλον ὀττευσάμενοι», Πολ.)
3. (με απρμφ.) προαισθάνομαι ότι, προβλέπω ότι, προλέγω ότι
4. θεωρώ κάτι ως δυσοίωνο
5. αποστρέφομαι με βδελυγμία κάτι, επειδή είναι δυσοίωνο («πάντα ὀττεύεται τῡφον, ᾦ μὴ πρόσεστι τὸ εὐπρεπές», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄσσα / ὄττα «φήμη, προφητεία», πιθ. κατά το μαντεύομαι.