παλιμπετής: Difference between revisions

From LSJ

Ζεὺς οἶδε μοῖράν τ' ἀμμορίην τ' ἀνθρώπων → Zeus knows what is man's fate and what is not, Zeus knows man's good and bad fortune

Source
(Autenrieth)
(30)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ές ([[πίπτω]]): neut. as adv., (falling) [[back]] [[again]], [[back]], Il. 16.395, Od. 5.27.
|auten=ές ([[πίπτω]]): neut. as adv., (falling) [[back]] [[again]], [[back]], Il. 16.395, Od. 5.27.
}}
{{grml
|mltxt=[[παλιμπετής]], -ές (ΑΜ)<br />αυτός που έχει πέσει [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παλίνδρομος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>παλιμπετές</i><br />[[πίσω]] [[πάλι]] («ἐπὶ νῆας ἐέργε παλιμπετές», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πετής</i>, που κατ' άλλους συνδέεται με το ρ. [[πίπτω]], ενώ κατ' άλλους με το ρ. [[πέτομαι]].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιμπετής Medium diacritics: παλιμπετής Low diacritics: παλιμπετής Capitals: ΠΑΛΙΜΠΕΤΗΣ
Transliteration A: palimpetḗs Transliteration B: palimpetēs Transliteration C: palimpetis Beta Code: palimpeth/s

English (LSJ)

ές, (πίπτω)

   A falling back, Nonn.D.3.30; recurrent, Theol.Ar.57: in early writers only in neut. as Adv., back again, ἂψ ἐπὶ νῆας ἔεργε παλιμπετές Il.16.395; ὡς . . ἐν νηῒ παλιμπετὲς ἀπονέωνται Od.5.27, cf. Call.Del.294, A.R.2.1250, etc.

German (Pape)

[Seite 448] ές, zurückfallend, zurückkehrend; das adj. erst sehr Sp. – Adv. ist παλιμπετές, zurück, z. B. ἂψ ἐπὶ νῆας ἔεργε παλ. Il. 16, 395, ἐν νηῒ παλ. ἀπονέωνται, zurückkehren, Od. 5, 27, wo einige Alte es für eine syncopirte Form statt παλιμπετέες erklärten (vgl. Buttm. Lexil. I p. 42). Nachgeahmt von sp. D., wie Ap. Rh. 2, 1252 Callim. Del. 294; – παλιμπετῶς Schol. Il. 16, 395.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιμπετής: -ές, (πίπτω) ὁ εἰς τοὐπίσω πεπτωκώς, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 7. 34., 9. 27· - παρὰ τοῖς δοκίμοις εἶναι ἐν χρήσει μόνον κατ’ οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., ὡς τὸ πάλιν, ὀπίσω, ὀπίσω πάλιν, ἂψ ἐπὶ νῆας ἔεργε παλιμπετὲς Ἰλ. Π. 395· ὡς ... ἐν νηὶ παλιμπετὲς ἀπονέωνται, «ἐξ ὑποστροφῆς, εἰς τὰ ὀπίσω» (Σχόλ.), Ὀδ. Ε. 27· οὕτω παρὰ τοῖς Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς, Καλλ. εἰς Δῆλ. 294, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1250, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλιμπετής· ὀπισθόρμητος, ἢ ἐναντιοπετής». - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 278.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui tombe ou retombe en arrière.
Étymologie: πάλιν, πίπτω.

English (Autenrieth)

ές (πίπτω): neut. as adv., (falling) back again, back, Il. 16.395, Od. 5.27.

Greek Monolingual

παλιμπετής, -ές (ΑΜ)
αυτός που έχει πέσει προς τα πίσω
αρχ.
1. παλίνδρομος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) παλιμπετές
πίσω πάλι («ἐπὶ νῆας ἐέργε παλιμπετές», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -πετής, που κατ' άλλους συνδέεται με το ρ. πίπτω, ενώ κατ' άλλους με το ρ. πέτομαι.