πανημέριος: Difference between revisions

From LSJ

ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest

Source
(Autenrieth)
(30)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[all]] [[day]] [[long]], [[from]] [[morn]] [[till]] [[eve]].
|auten=[[all]] [[day]] [[long]], [[from]] [[morn]] [[till]] [[eve]].
}}
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. παναμέριος, -ία -ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί ολόκληρη την [[ημέρα]]<br /><b>2.</b> αυτός που περνά όλη την [[ημέρα]] κάνοντας [[κάτι]]<br /><b>3.</b> αυτός που αποτελείται από ολόκληρη την [[ημέρα]] («τίς σε παναμέριος ὅδε [[χρόνος]] μένει», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> [[προσωνυμία]] του [[Διός]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>πανημέριον</i><br />[[κατά]] τη [[διάρκεια]] όλης της ημέρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἡμέριος]] (<b>πρβλ.</b> <i>μεθ</i>-[[ημέριος]])].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνημέριος Medium diacritics: πανημέριος Low diacritics: πανημέριος Capitals: ΠΑΝΗΜΕΡΙΟΣ
Transliteration A: panēmérios Transliteration B: panēmerios Transliteration C: panimerios Beta Code: panhme/rios

English (LSJ)

Dor. πᾰνᾱμ-, α, ον,

   A all day long, agreeing with the subjects of Verbs, οἱ δὲ π. μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο Il.1.472, cf. 2.385, Od.12.24, Hes.Sc. 396, Thgn.1336, Cratin.142; ὅσσον τε πανημερίη . . νηῦς ἤνυσεν in a whole day's sail, Od.4.356, cf. 11.11; so σαίρω δάπεδον . . παναμέριος E.Ion122 (lyr.): neut. πανημέριον as Adv., = πανῆμαρ, Il.11.279.    2 of the whole day, π. χρόνος the livelong day, E.Hipp.369 (lyr.).    II Ζεὺς π., v. Πανάμαρος.

German (Pape)

[Seite 460] den ganzen Tag hindurch; οἱ δὲ πανημέριοι μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο, Il. 1, 472, öfter; πανημερίη ναῦς, Od. 4, 356, welches den ganzen Tag hindurch läuft; πανημέριός τε καὶ ἠῷος χέει αὐδήν, Hes. Sc. 396; τίς σε παναμέριος ὅδε χρόνος μένει, Eur. Hipp. 369; sp. D.; – πανημέριον, adverbial, den ganzen Tag über, ununterbrochen, Il. 11, 279; πανημερίως, Tzetz. zu Lyc. 818.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνημέριος: Δωρ. παναμ-, α, ον, ὁ δι’ ὅλης τῆς ἡμέρας, συμφωνεῖ δὲ πρὸς τὸ ὑποκείμ. τοῦ ῥήματος (πρβλ. παννύχιος), οἱ δὲ πανημέριοι μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο Ἰλ. Α. 472, πρβλ. Β. 385, Ὀδ. Μ. 24, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 396, Θέογν. 1336· ὅσσον τε πανημερίη... νηῦς ἤνυσεν, ἐν διαστήματι μιᾶς ὅλης ἡμέρας, Ὀδ. Δ. 356, πρβλ. Λ. 11· οὕτω, σαίρω δάπεδον... πανημέριος Εὐρ. Ἴων 122· ― οὐδ. πανημέριον, ὡς ἐπίρρ. = πανῆμαρ, Ἰλ. Λ. 279· πρβλ. πανήμερος. 2) ὁ ἀποτελούμενος ἐκ τῆς ὅλης ἡμέρας, π. χρόνος, ὁλόκληροςἡμέρα, Εὐρ. Ἱππ. 369. ΙΙ. Ζεὺς π., ἴδε πανήμερος Ι. 2.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui agit pendant tout le jour, qui emploie toute la journée à qch : ναῦς πανημερίη OD vaisseau qui navigue tout le jour ; neutre adv. • πανημέριον IL pendant tout le jour;
2 de tous les jours, de chaque jour.
Étymologie: πᾶν, ἡμέρα.

English (Autenrieth)

all day long, from morn till eve.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. παναμέριος, -ία -ον, Α
1. αυτός που διαρκεί ολόκληρη την ημέρα
2. αυτός που περνά όλη την ημέρα κάνοντας κάτι
3. αυτός που αποτελείται από ολόκληρη την ημέρα («τίς σε παναμέριος ὅδε χρόνος μένει», Ευρ.)
4. προσωνυμία του Διός
5. (το ουδ. ως επίρρ.) πανημέριον
κατά τη διάρκεια όλης της ημέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἡμέριος (πρβλ. μεθ-ημέριος)].