παρακολούθημα: Difference between revisions
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
(Bailly1_4) |
(31) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />suite immédiate, conséquence directe.<br />'''Étymologie:''' [[παρακολουθέω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />suite immédiate, conséquence directe.<br />'''Étymologie:''' [[παρακολουθέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΑ [[παρακολουθώ]]<br />ό,τι συμβαίνει συγχρόνως ή [[αμέσως]] [[μετά]] από ένα [[γεγονός]] ως συνέπειά του, [[επακολούθημα]], επακόλουθο<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εξάρτημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραπροϊόν]]<br /><b>2.</b> [[παράρτημα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which follows, αἱ σκιαὶ π. τῶν σωμάτων Iamb. Comm. Math. 8; accompaniment or attendant circumstance, Demetr.Lac.Herc.1012.46, Placit.1.22.5, Numen. ap. Porph. ap. Stob. 1.49.25, Nicom.Ar.1.19, Plot.3.7.10, Hierocl.in CA 15p.453M., Procl. in Ti.3.24 D., etc.; by-product, Herm. ap. Stob.1.21.9; logical accident, A.D.Synt.229.13.
German (Pape)
[Seite 484] τό, das, was daneben folgt, Folge, Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρᾰκολούθημα: τό, τὸ ἐπακολουθοῦν, ἐπακολούθημα, τὸ νῦν κακῶς λεγόμενον «συνέπεια», Πλούτ. 2. 885C. 2) παράρτημα, Κύριλλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
suite immédiate, conséquence directe.
Étymologie: παρακολουθέω.
Greek Monolingual
το, ΝΑ παρακολουθώ
ό,τι συμβαίνει συγχρόνως ή αμέσως μετά από ένα γεγονός ως συνέπειά του, επακολούθημα, επακόλουθο
νεοελλ.
εξάρτημα
αρχ.
1. παραπροϊόν
2. παράρτημα.