πεδινός: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
(T22)
(31)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=πεδινῇ, πεδινον ([[πεδίον]] (a [[plain]]), [[πέδον]] (the [[ground]])), [[level]], [[plain]]: [[Xenophon]], [[Polybius]], [[Plutarch]], [[Dio]] Cass., others; the Sept..)  
|txtha=πεδινῇ, πεδινον ([[πεδίον]] (a [[plain]]), [[πέδον]] (the [[ground]])), [[level]], [[plain]]: [[Xenophon]], [[Polybius]], [[Plutarch]], [[Dio]] Cass., others; the Sept..)  
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πεδινός]], -ή, -όν, ΝΜΑ, [[πεδεινός]] και [[πεδιεινός]], -ή, -όν, Α<br />(για [[έκταση]]) αυτός που μοιάζει στην [[ομαλότητα]] με [[πεδιάδα]], [[επίπεδος]], [[ομαλός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πεδιάδα]] (α. «πεδινό [[κλίμα]]» β. «πεδινό [[πυροβολικό]]» — [[πυροβολικό]] προορισμένο να δρα στις πεδιάδες<br />γ. «πεδινές καλλιέργειες»)<br /><b>2.</b> (το αρσ. ως κύριο όν. στον πληθ.) «οι Πεδινοί»<br />(νεώτ. ιστ.) ελληνικό πολιτικό [[κόμμα]] που διαμορφώθηκε [[κατά]] τη [[διάρκεια]] τών [[εργασιών]] της Εθνοσυνέλευσης που εξελέγη [[μετά]] την [[έξωση]] του βασιλιά Όθωνος υπό την [[ηγεσία]] του Δ. Βούλγαρη, [[προσωνυμία]], όπως και τών αντιπάλων «Ορεινών», που προέρχεται από τις αντίστοιχες πολιτικές παρατάξεις οι οποίες σχηματίστηκαν στη Γαλλία [[μετά]] τη Γαλλική Επανάσταση του 1789<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[χώρα]]) αυτή που έχει πολλές πεδιάδες, που το μεγαλύτερο [[μέρος]] της αποτελείται από πεδιάδες<br /><b>2.</b> (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί στην [[πεδιάδα]], [[καμπήσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[πεδιεινός]] [[είναι]] ο αρχαιότερος και έχει σχηματιστεί από τη λ. [[πεδίον]] [[κατά]] το <i>ὀρ</i>-<i>εινός</i>, ενώ οι τ. [[πεδεινός]] και [[πεδινός]] [[είναι]] υστερογενείς σχηματισμοί].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεδινός Medium diacritics: πεδινός Low diacritics: πεδινός Capitals: ΠΕΔΙΝΟΣ
Transliteration A: pedinós Transliteration B: pedinos Transliteration C: pedinos Beta Code: pedino/s

English (LSJ)

   A v. πεδιεινός.

German (Pape)

[Seite 541] flach, eben; χῶρος, Her. 7, 198; Plat. Legg. IV, 704 d im comparat. (s. πεδιεινός). – In der Ebene sich aufhaltend, lebend, Hafen, im Ggstz von ὀρεινός, Xen. Cyn. 5, 17.

Greek (Liddell-Scott)

πεδινός: -ή, -όν, (πεδίον) ἐπίπεδος, χῶρος Ἡρόδ. 7. 198· ὑποχωρήσεις Πολύβ 1. 34, 8· πεδινώτερος (διάφ. γραφ. πεδιεινότερος) Πλάτ. Νόμ. 704D, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 5. 5, 2. ΙΙ. ὁ άνήκων εἶς τὴν πεδιάδα, εὐρισκόμενος ἐν τῇ πεδιάδι, ἀντίθετον τῷ ὅρειος, λαγώς Ξεν. Κυν. 5, 17· φυτὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 8, 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui forme une plaine, qui est en plaine.
Étymologie: πεδίον.

English (Strong)

from a derivative of πούς (meaning the ground); level (as easy for the feet): plain.

English (Thayer)

πεδινῇ, πεδινον (πεδίον (a plain), πέδον (the ground)), level, plain: Xenophon, Polybius, Plutarch, Dio Cass., others; the Sept..)

Greek Monolingual

-ή, -ό / πεδινός, -ή, -όν, ΝΜΑ, πεδεινός και πεδιεινός, -ή, -όν, Α
(για έκταση) αυτός που μοιάζει στην ομαλότητα με πεδιάδα, επίπεδος, ομαλός
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πεδιάδα (α. «πεδινό κλίμα» β. «πεδινό πυροβολικό» — πυροβολικό προορισμένο να δρα στις πεδιάδες
γ. «πεδινές καλλιέργειες»)
2. (το αρσ. ως κύριο όν. στον πληθ.) «οι Πεδινοί»
(νεώτ. ιστ.) ελληνικό πολιτικό κόμμα που διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια τών εργασιών της Εθνοσυνέλευσης που εξελέγη μετά την έξωση του βασιλιά Όθωνος υπό την ηγεσία του Δ. Βούλγαρη, προσωνυμία, όπως και τών αντιπάλων «Ορεινών», που προέρχεται από τις αντίστοιχες πολιτικές παρατάξεις οι οποίες σχηματίστηκαν στη Γαλλία μετά τη Γαλλική Επανάσταση του 1789
νεοελλ.-αρχ.
1. (για χώρα) αυτή που έχει πολλές πεδιάδες, που το μεγαλύτερο μέρος της αποτελείται από πεδιάδες
2. (για πρόσ. και πράγμ.) αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί στην πεδιάδα, καμπήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πεδιεινός είναι ο αρχαιότερος και έχει σχηματιστεί από τη λ. πεδίον κατά το ὀρ-εινός, ενώ οι τ. πεδεινός και πεδινός είναι υστερογενείς σχηματισμοί].