περίαμμα: Difference between revisions

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
(eksahir)
(32)
Line 21: Line 21:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[amuleto]], [[texto escrito en un amuleto]]
|esgtx=[[amuleto]], [[texto escrito en un amuleto]]
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, ΝΜΑ [[περιάπτω]]<br />περίαπτο, [[φυλαχτό]] («πολλὰς τῶν γυναικῶν ἔτι καὶ νῡν λαμβάνειν ἐπῳδὰς ἀπὸ τούτου τοῡ θεοῡ, καὶ [[περίαμμα]] ποιεῑν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[περίαμμα]] προβόλου»<br /><b>ναυτ.</b> ο από [[συρματόσχοινο]] ή [[αλυσίδα]] [[τροπός]], [[δηλαδή]] [[δακτύλιος]], που περιβάλλει τον πρόβολο σκάφους, [[ιδίως]] ιστιοφόρου, [[μέσα]] από τον οποίο διέρχονται μερικές φορές οι [[πρότονοι]] του ακάτιου ιστού, κν. [[σκουλαρίκι]] του μπομπρέσου.
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίαμμα Medium diacritics: περίαμμα Low diacritics: περίαμμα Capitals: ΠΕΡΙΑΜΜΑ
Transliteration A: períamma Transliteration B: periamma Transliteration C: periamma Beta Code: peri/amma

English (LSJ)

ατος, τό, (περιάπτω)

   A anything worn about the body, amulet, Plb.33.17.2, D.S.5.64, Dsc.5.141, AP11.257 (Lucill.).

German (Pape)

[Seite 568] τό, alles Um- oder Angehängte u. so Getragene, Amulet, oder sympathetische Mittel, die, am Leibe getragen, helfen sollen; Pol. frg. 63; D. Sic. 5, 65; Lucill. 37 (XI, 257).

Greek (Liddell-Scott)

περίαμμα: τό, (περιάπτω) περίαπτον, φυλακτήριον, φυλακτόν, Πολυβ. Ἀποσπ. Γραμμ. 63, Διόδ. 5. 64, Ἀνθ. Π. 11. 257.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
ce qu’on attache autour de son cou, particul. amulette, talisman.
Étymologie: περιάπτω.

Spanish

amuleto, texto escrito en un amuleto

Greek Monolingual

τὸ, ΝΜΑ περιάπτω
περίαπτο, φυλαχτό («πολλὰς τῶν γυναικῶν ἔτι καὶ νῡν λαμβάνειν ἐπῳδὰς ἀπὸ τούτου τοῡ θεοῡ, καὶ περίαμμα ποιεῑν», Διόδ.)
νεοελλ.
φρ. «περίαμμα προβόλου»
ναυτ. ο από συρματόσχοινο ή αλυσίδα τροπός, δηλαδή δακτύλιος, που περιβάλλει τον πρόβολο σκάφους, ιδίως ιστιοφόρου, μέσα από τον οποίο διέρχονται μερικές φορές οι πρότονοι του ακάτιου ιστού, κν. σκουλαρίκι του μπομπρέσου.