περιπετάννυμι: Difference between revisions
Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=déployer tout autour : οἴναρα XÉN déployer des pampres autour des ceps <i>en parl. de la vigne</i>.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πετάννυμι]]. | |btext=déployer tout autour : οἴναρα XÉN déployer des pampres autour des ceps <i>en parl. de la vigne</i>.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πετάννυμι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και περιπεταννύω Α<br /><b>1.</b> [[απλώνω]] [[κάτι]] κυκλικά [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[σκεπάζω]] [[ολόγυρα]], [[περικαλύπτω]]<br /><b>2.</b> [[κατευθύνω]] [[προς]] όλες τις διευθύνσεις («περιπεταννύουσα δὲ [ἡ [[ἄμπελος]]] τὰ [[οἴναρα]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[ξεδιπλώνω]] («φοινικίδας περιεπέτασε», Αισχίν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πετάννυμι]] «[[εκτείνω]], [[απλώνω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
also περιπεταννύω, X.Oec.19.18: pf. Pass. -πέπτᾰμαι :—
A spread or stretch around, Χέρα [τινί] E.Hel.628 (lyr.); κατάδεσμον π. ἥβης spread bathing-drawers over... Theopomp.Com.37 (s. v.l.) ; [ὀθόνιον] τῷ ἀγγείῳ Dsc.5.75 ; π. φοινικίδας spread them out, Aeschin.3.76; ἄμπελος . . π. τὰ οἴναρα X.l.c.:—Pass., φορεῖον χρυσοῦν περιπεπετασμένον πορφύραν covered with... D.S.31.8 ; ἀμφὶ δέπας περιπέπταται ὑγρὸς ἄκανθος is spread over it, Theoc.1.55, cf.A.R.1.1036 (tm.).
German (Pape)
[Seite 586] u. περιπεταννύω (s. πετάννυμι), ringsherum, darüber breiten, bedecken; περιπετάσασα χέρα φίλι ον, Eur. Hel. 634; περιεπέτασε φοινικίδας, Aesch. 3, 76.
Greek (Liddell-Scott)
περιπετάννῡμι: ὡσαύτως, -ύω, Ξεν. Οἰκ. 19, 18· μέλλ. -πετάσω [ᾰ]· παθ. πρκμ. -πέπτᾰμαι. Ἐκτείνῳ ἢ ἁπλώνω περί τινα ἢ περί τι, χέρα τινὶ Εὐρ. Ἑλ. 628· τηνδὶ περιζωσάμενος ᾤαν λουτρίδα κατάδεσμον ἥβης περιπέτασον Θεόπομ. Κωμ. ἐν «Παισὶ» 2· π. φοινικίδας Αἰσχίν. 64. 27· ἄμπελος π. τὰ οἴναρα Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Παθ., περιπεπετασμένος πορφύραν, κεκαλυμμένος διά..., Διόδ. 2. 644, 50· ἀμφὶ δέπας περιπέπταται ὑγρὸς ἄκανθος, ἁπλοῦται ἐπ’ αὐτοῦ πανταχόθεν, Θεόκρ. 1. 55, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1036.
French (Bailly abrégé)
déployer tout autour : οἴναρα XÉN déployer des pampres autour des ceps en parl. de la vigne.
Étymologie: περί, πετάννυμι.
Greek Monolingual
και περιπεταννύω Α
1. απλώνω κάτι κυκλικά πάνω σε κάτι, σκεπάζω ολόγυρα, περικαλύπτω
2. κατευθύνω προς όλες τις διευθύνσεις («περιπεταννύουσα δὲ [ἡ ἄμπελος] τὰ οἴναρα», Ξεν.)
3. ξεδιπλώνω («φοινικίδας περιεπέτασε», Αισχίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πετάννυμι «εκτείνω, απλώνω»].