πηλαμύς: Difference between revisions
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
(6_22) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πηλᾰμύς''': -ύδος, ἡ, ([[πηλὸς]]) [[εἶδος]] θύννου, κοινῶς «παλαμύδα», Λατιν. pelamys (λέγεται ὅτι αὕτη [[εἶναι]] νεαρὸς [[θύννος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 11), Σοφ. Ἀποσπ. 446, Φρύν. Κωμ. ἐν «Μούσαις» 5, Ἀθήν. 116Ε, 303Β· ― ἐν Μασσαλίᾳ καλεῖται [[εἰσέτι]] palamyde· πρβλ. ὅρκυνος, [[κορδύλη]], [[κύβιον]]. ― Ἡ [[ἁλιεία]] αὐτῆς ἐλέγετο πηλαμυδεία, ἡ, καὶ ὁ [[τόπος]] τῆς ἁλιείας πηλαμυδεῖον, τό, Στράβ. 545, 549 ([[οὕτως]] ὁ Κοραῆς ἀντὶ πηλαμυδία, -ύδιον, ἐν Ξενοκρ. σ. 65). ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 382. | |lstext='''πηλᾰμύς''': -ύδος, ἡ, ([[πηλὸς]]) [[εἶδος]] θύννου, κοινῶς «παλαμύδα», Λατιν. pelamys (λέγεται ὅτι αὕτη [[εἶναι]] νεαρὸς [[θύννος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 11), Σοφ. Ἀποσπ. 446, Φρύν. Κωμ. ἐν «Μούσαις» 5, Ἀθήν. 116Ε, 303Β· ― ἐν Μασσαλίᾳ καλεῖται [[εἰσέτι]] palamyde· πρβλ. ὅρκυνος, [[κορδύλη]], [[κύβιον]]. ― Ἡ [[ἁλιεία]] αὐτῆς ἐλέγετο πηλαμυδεία, ἡ, καὶ ὁ [[τόπος]] τῆς ἁλιείας πηλαμυδεῖον, τό, Στράβ. 545, 549 ([[οὕτως]] ὁ Κοραῆς ἀντὶ πηλαμυδία, -ύδιον, ἐν Ξενοκρ. σ. 65). ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 382. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ύδος, ἡ, ΜΑ<br />η [[παλαμίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., ή τ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος. Ωστόσο έχει διατυπωθεί και η [[άποψη]] ότι η λ. συνδέεται με τον τ. [[πηλός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ύδος, ἡ,
A young tunny (of the first year, acc. to Arist.HA 571a11), S.Fr.503, Phryn.Com.35, Hices. ap. Ath.3.116e, Sostrat. ap. eund.7.303b, Opp.H.1.113, 4.504; vas pelamydum, Juv.7.120.
German (Pape)
[Seite 610] ύδος, ἡ, auch πηλαμίς, eine Art Thunfisch, die auch unter den Namen κορδύλη, κύβιον u. ὄρκυνος vorkommt, in Marseille noch jetzt palamyde genannt; Soph. frg. 446; Ath. VII, 319 a u. öfter; Arist. H. A. 6, 17; Ael.
Greek (Liddell-Scott)
πηλᾰμύς: -ύδος, ἡ, (πηλὸς) εἶδος θύννου, κοινῶς «παλαμύδα», Λατιν. pelamys (λέγεται ὅτι αὕτη εἶναι νεαρὸς θύννος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 11), Σοφ. Ἀποσπ. 446, Φρύν. Κωμ. ἐν «Μούσαις» 5, Ἀθήν. 116Ε, 303Β· ― ἐν Μασσαλίᾳ καλεῖται εἰσέτι palamyde· πρβλ. ὅρκυνος, κορδύλη, κύβιον. ― Ἡ ἁλιεία αὐτῆς ἐλέγετο πηλαμυδεία, ἡ, καὶ ὁ τόπος τῆς ἁλιείας πηλαμυδεῖον, τό, Στράβ. 545, 549 (οὕτως ὁ Κοραῆς ἀντὶ πηλαμυδία, -ύδιον, ἐν Ξενοκρ. σ. 65). ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 382.
Greek Monolingual
-ύδος, ἡ, ΜΑ
η παλαμίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., ή τ. του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος. Ωστόσο έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι η λ. συνδέεται με τον τ. πηλός].